ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

463 15 0
                                    

◇◇◇◇◇◇◇◇

ΑΝΝΑ:

Ο Θοδωρής για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως η Άννα βρίσκονταν μπροστά του, ύστερα από τόσα χρόνια.
Θ: "Άννα! Τι κάνεις; Έχω να σε δω πολλά χρόνια" είπε με αμηχανία και έξησε το κεφάλι του.
Α: "Είμαι σιγουρη πως έχει περάσει τουλάχιστον μια 5ετια από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Θυμάσαι; Λίγο πριν αποφυλακιστείς. Πως είσαι;"
Θ: "Άννα δεν είχα την ευκαιρία να σε ευχαριστήσω τότε. Πραγματικά σου οφείλω μια μεγάλη συγνώμη. Έσωσες το τομάρι μου από τις βλακείες μου αρκετές φορές. Ευχαριστώ, σου χρωστάω όσες χαρές θέλεις."
Α: "Δε μου χρωστάς τίποτα, εγώ τη δουλειά μου έκανα. Η δικαιοσύνη αποδόθηκε, αυτό έχει σημασία. Εξάλλου έχει περάσει καιρός από τότε, όλα έχουν αλλάξει, εμείς έχουμε αλλάξει." του είπε γλυκά και έδειξε το σκύλο με σκοπό να αλλάξει συζήτηση.
Α: "Τι κούκλος είναι αυτός εδώ; Έρως! Πολύ ωραίο όνομα, πως το σκέφτηκες;"
Θ: "Μα δεν είναι δικός μου, εγώ τον βγάζω καμία φορά βόλτα το βράδυ, όταν δουλεύει ο Δημήτρης, δικός του είναι! Συνήθως δεν συμπάθεια τους ξένους, όμως σε εσένα έκανε μια μικρή εξαίρεση."
Η Άννα στο άκουσμα του ονόματος του Δημήτρη, άρχισε να νιώθει μια ταραχή. Απέφευγε να αναφέρει το όνομα του, γιατί δεν άντεχε να μην μπορεί να του μιλήσει, να τον δει, να τον ακούσει.
Α: "Δεν ήξερα πως ήθελε σκύλο. Όπως και να έχει είναι πανέμορφος κι εγώ τον συμπάθησα! Όμως τώρα πρέπει να πηγαίνω, με περιμένουν. Χάρηκα, καληνύχτα."
Θ: "Γεια σου, Άννα. Καλό βράδυ".

Έτσι η Άννα επέστρεψε πίσω στην παρέα της, οι οποίοι την περίμεναν για να φύγουν.
Χ: "Εδώ είσαι! Άργησες αδερφούλα" είπε η Χρύσα, φανερά μεθυσμένη.
Α: "Κάποια μέθυσε. Έλα τώρα να πάμε σπίτι." είπε η Άννα γελώντας και η Χρύσα τής έκανε μια "μεθυσμένη" αγκαλιά.
Έφτασαν στο σπίτι και η Άννα έκανε ένα γρήγορο ντους και ξάπλωσε. Ο ύπνος δεν άργησε να έρθει καθώς η κούραση του ταξιδιού ήταν αισθητή.

●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●●

2 ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ

POV ΔΗΜΗΤΡΗ:

Σήμερα η ημέρα ξεκίνησε με πολλή δουλειά. Έχω αναλάβει μια δύσκολη υπόθεση εγκατάλειψης από δυστύχημα και περιμένω τους ανθρώπους μαζί με τον δικηγόρο τους για να δώσουν κατάθεση.
Από το πρωί ωστόσο νιώθω παράξενα, σαν κάτι να έχει αλλάξει χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Πίνω λίγο από τον καφέ μου για να συνέλθω και υπογράφω μερικά έγγραφα.

Σε λίγο, το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι η Αλεξάνδρα που με ειδοποιεί πως έχουν φτάσει η Ασπασία και ο Λεωνίδας με τον δικηγόρο τους.
Δ: "Καλημέρα, παρακαλώ καθίστε. Ας αρχίσουμε κατευθείαν χωρίς καθυστερήσεις. Σας ακούω. Τι έγινε εκείνο το βράδυ;"
Εκείνοι μου διηγούνται όλα όσα έγιναν και αφού τελειώσει η κατάθεση τους, υπογράφουν και αποχωρούν.

Βγαίνω από το γραφείο μου και κατευθύνομαι προς το γραφείο του Σταύρου. Στο διάδρομο όμως ακούω μια συζήτηση και αναστατώνομαι στο άκουσα του ονόματος της.
Λεωνίδας: "Να μην ξεχάσουμε να ευχαριστήσουμε την Άννα που μάς βοήθησε. Να της πάμε κάποιο κρασί ή κάτι τέτοιο από το σπίτι"
Ασπασία: "Ναι έχεις δίκαιο! Η οικογένεια Ροδίτη πάντα μάς στηρίζει! Εξαιρετικοί άνθρωποι. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι αυτό..."

Μα πως είναι δυνατόν; Η Άννα βρίσκεται στο εξωτερικό. Γύρισε; Πρέπει να μάθω, είναι ανάγκη να μάθω. Ξαφνικά δεν αισθάνομαι καλά. Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ και ιδρώνω. Καλύτερα να πάω να ξεκουραστώ στο σπίτι.
Ενημερώνω την Αλεξάνδρα για να ακυρώσει τα ραντεβού μου και φεύγω.

Στο δρόμο έχω ανοίξει όλα τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Χρειαζομαι αέρα. Το μυαλό μου δεν σταματάει να την σκέφτεται από την στιγμή που άκουσα το όνομα της.
Τα πρώτα χρόνια του χωρισμού μας ήταν πολύ δύσκολα. Κάθε φορά την ονειρευόμουν. Κοιμόμουν συνέχεια μόνο για να μπορώ να την ξαναδώ, έστω στα όνειρα μου.
Όσο περνούσε ομως ο καιρός, η μορφή της ξεθώριαζε και καθώς έφευγε εκείνη, ερχόντουσαν αυτοί οι απαίσιοι εφιάλτες που δεν έχουν σταματήσει να με ταλαιπωρούν.

Μπαίνω στο σπίτι και λύνω αμέσως την γραβάτα μου. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ένα μπάνιο είναι ο,τι χρειάζομαι αυτή τη στιγμή, όμως πρέπει να βγάλω τον Έρω για βόλτα. Τον φωνάζω να έρθει, αλλά απ' ότι φαίνεται ο Θοδωρής με έχει προλάβει και τον έχει βγάλει εκείνος.

Βάζω ένα ποτήρι νερό και βγάζω το σακάκι και τα παπούτσια μου. Η πόρτα χτυπάει. Είναι ο Θοδωρής με τον Έρω.
Θ: "Τι έγινε και ήρθες τόσο νωρίς; Είδα το αυτοκίνητο σου στην αυλή. Είχαμε πάει βόλτα με την Δάφνη και πήραμε και το σκυλί μαζί μας."
Δ: "Έχω έναν πονοκέφαλο και ήρθα να ξεκουραστώ. Αυτό είναι όλο. Πάλι καλά που τον έβγαλες βόλτα, δεν είχα κουράγιο. Θα κάνω ένα μπάνιο και θα ξαπλώσω."
Θ: " Εντάξει, εάν θελήσεις κάτι πες μου. Περαστικά."

Τον χαιρετώ κι εγώ όμως τον βλέπω κάπως διστακτικό, σαν να θέλει κάτι να μου πει.
Δ : "Πες το, τι σε απασχολεί."
Εκείνος περιμένει λίγα δευτερόλεπτα σαν να σκέφτεται.
Θ: "Δημήτρη...είδα την Άννα. Είναι εδώ στην Ελλάδα."

Παγώνω. Η εικόνα της μου ξαναέρχεται στο μυαλό. Εκείνη η μέρα, η τελευταία μέρα που την είδα, όταν την έχασα για πάντα.


◇◇◇◇◇◇◇

Δεμένοι Οριστικά Where stories live. Discover now