ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

499 15 0
                                    

- FLASHBACK -

ΔΗΜΗΤΡΗΣ:

Είναι η ημέρα της αποφυλάκισης του Θοδωρή. Η θεία Ελένη έχει σηκωθεί από νωρίς και μαγειρεύει τα αγαπημένα του φαγητα , ενώ η Δάφνη έχει ζωγραφίσει με τις πιο πολύχρωμες ξυλομπογιές της μια παραλία με βότσαλα, όπου είμαστε μαζεμένοι όλοι μαζί με τα πιο φωτεινά μας χαμόγελα. Τώρα είναι πλέον μεσημέρι και έχουν πάει όλοι να καλωσορίσουν το Θοδωρή. Εγώ βρίσκομαι ξαπλωμένος στον καναπέ, παρέα με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Δεν πήγα μαζί τους, δεν είμαι έτοιμος να τον αντιμετωπίσω. Φυσικά και αγαπάω τον αδερφό μου και χαίρομαι που είναι αθώος, όμως δεν μπορώ να αγνοήσω όλα όσα μάς χώρισαν τους τελευταίους μήνες.

Πίνω μια γουλιά από το παγωμένο μου κρασί και αναλογίζομαι. Πως είναι δυνατόν να έχουν έρθει τα πάνω κάτω στις ζωές μας τόσο γρήγορα, τόσο αναπάντεχα! Ο καιρός που πέρασε ήταν δύσκολος, όμως μέσα στο χάος ήρθε εκείνη. Με βρήκε και με αγάπησε, με ερωτεύτηκε. Λένε πως ύστερα από κάθε μπόρα έρχεται το ουράνιο τόξο. Έτσι κι εκείνη, ήταν το δικό μου ουράνιο δώρο στην καταιγίδα της ζωής μου. Αυτή η γυναίκα έχει κατακτήσει κάθε πτυχή μου, η καρδιά μου είναι δική της, πάντα θα είναι.

Σηκώνομαι γρήγορα και πιάνω το κινητό στα χέρια μου. Της στέλνω μήνυμα. Πρεπει να μιλήσουμε και να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.
Προς έκπληξη μου, απαντάει σχεδόν αμέσως.

Σε λιγότερο από 2 ώρες βρίσκομαι στην παραλία, σαν αυτή που ζωγράφισε νωρίτερα η Δάφνη, και την περιμένω. Για κάποιο αόριστο λόγο έχω ένα άσχημο προαίσθημα. Σαν να πρόκειται κάτι να συμβεί, κάτι που δε θα μου αρέσει καθόλου.
Κοιτάζω γύρω μου ανήσυχος, ώσπου τη βλέπω να πλησιάζει. Είναι πανέμορφη. Φοράει ένα λευκό φόρεμα και ορκίζομαι πως μπορώ ήδη να μυρίσω το άρωμα της.
Δ: "Καλώς την. Ας πάμε μια βόλτα."
Εκείνη που προσφέρει ένα γλυκό χαμόγελο και αρχίζουμε να περπατάμε, καθώς το ελαφρύ αεράκι κάνει αισθητή την αλμύρα της θάλασσας.
Η Άννα σταματάει και κοιτάζει με απορία τον μπλε ορίζοντα.
Α: "Είναι φοβερό πως μπορεί κάτι τόσο γαλήνιο όσο είναι η θάλασσα να μετατρέπει σε κάτι τόσο σκοτεινό που μπορεί ακόμα και να σου στερήσει την ζωή. Πάντα φοβόμουν για τον μπαμπά μου. Αν μου τον έκλεβε για πάντα, αν δεν ξαναγύριζε ποτέ σε εμάς; Και τώρα να 'μαι, εδώ να την αγναντεύω χωρίς να φοβάμαι. Αντίθετα μάλιστα, νιώθω μια ηρεμία μέσα μου. Ξέρω πως κάπου εκεί, ανάμεσα στα κύματα, υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι του μπαμπά μου. Γι' αυτό κι εγώ θα την αγαπώ πάντα." Μονολόγησε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Δεν αντέχω να την βλέπω να κλαίει. Την πιάνω ελαφρά από τους καρπούς της, θέλοντας να την κάνω να γυρίσει το βλέμμα της στο δικό μου.
Δ: " Όχι, όχι μην κλαις, σε παρακαλώ. Εγώ είμαι εδώ, δίπλα σου" της είπα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Εκείνη χώθηκε στο θώρακα μου και με έσφιξε πάνω της.
Μείναμε έτσι για λίγα λεπτά, ωσπου η Άννα έφυγε από την αγκαλιά μου και σκούπισε γρήγορα τα μάτια της, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.
Α: "Γιατί; Τι έκανα και αξίζω την αγάπη σου; Σου έχω κάνει τόσο μεγάλο κακό και εσύ πάντα βρίσκεσαι δίπλα μου.
Δημήτρη σου μίλησα άσχημα, σε πλήγωσα και σε αδίκησα, ενώ εσύ δεν έφτεξες πουθενά.
Το σκοτάδι με έχει ρουφήξει ήδη στο χάος μου. Δεν θα το επιτρέψω να σου συμβεί και σε εσένα αυτό.
Σε Αγαπάω με όλη μου την ύπαρξη. Κάθε ανάσα μου σου ανήκει, αλλά είμαι η καταστροφή σου, είναι αδύνατο να μην το βλέπεις."
Μένω να την κοιτάω σαστισμένος. Όχι, δεν μπορεί να αισθάνεται έτσι για τον εαυτό της. Όχι κάνει λάθος.
Δ: " Πως μπορείς να μιλας έτσι για τον εαυτό σου; Εσύ να καταστρέφεις εμένα; Άννα, εσύ είσαι το φως μου, η χαρά μου, η ευτυχία μου, ο λόγος που προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος.

Δεμένοι Οριστικά Where stories live. Discover now