Πρόλογος

87 10 47
                                    

20η Ιουλίου 1918

Λιόνκα* μου, αγόρι μου, αγαπημένο μου παιδί,

Σ’ ευχαριστώ πολύ για το τελευταίο σου γράμμα. Μου έδωσε μεγάλη ανακούφιση να ξέρω πως είσαι καλά μετά την περιπέτεια που πέρασες. Ελπίζω μ’ όλη μου την καρδιά (και ξέρω πως δε σ’ αρέσει να λέω ότι προσεύχομαι, αλλά προσεύχομαι) να αναρρώσεις εύκολα και γρήγορα. Οι γιατροί είναι καλοί εκεί; Σου δίνουν φάρμακα για να κοιμάσαι χωρίς να ταλαιπωρείσαι; Τρως καλά, για να δυναμώσεις; Δεν θα μπορούσα να κοιμάμαι τα βράδια ξέροντας πως πονάς και υποφέρεις, αγόρι μου. Η καρδιά της μάνας δε σταματάει να στέργει το παιδί της και να φοβάται για τη ζωή του στον πόλεμο, για ό,τι κι αν πολεμάει αυτό. Δεν ήθελα να γίνεις σαν τον πατέρα σου, Λιόνκα, είναι αλήθεια. Όμως δε θ’ άντεχα να σε ξεγράψω γιαυτό, όπως και δεν θα το κάνω. Εύχομαι μόνο να μη με ξεγράψεις εσύ, αγόρι μου. Αν το κάνεις αυτό, να ξέρεις πως θα πεθάνω.

Εμείς είμαστε καλά. Έχει πολύ καλό καιρό εδώ, τ’ αδέρφια σου παίζουν όλη μέρα έξω με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς. Είναι όμορφα, αλλά όσο όμορφα και να είναι, εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω πως εσύ βρίσκεσαι μακριά και πολεμάς. Πότε ήσουν μικρός σαν αυτά και χωρούσες να κρυφτείς στην αγκαλιά μου! Πώς περνάνε τα χρόνια! Μεγάλωσες, κι έχω τόσο καιρό να σε δω. Θα χεις γίνει πια ολόκληρος άντρας. Μου φυγες παλικαράκι είκοσι χρονών και πέρασαν δέκα χρόνια από τότε. Δέκα χρόνια που δεν έχουμε ιδωθεί, παιδί μου. Ξέρω τι τράβηξες κι εσύ, όπως ο πατέρας σου: φυλακές, εξορίες, παγωνιά και βάσανα. Όλα αυτά όμως εγώ τα τράβηξα διπλά. Δεν καταλαβαίνω τις ιδέες σας, μα ποτέ δεν σας εμπόδισα να πολεμήσετε γιαυτές, κι ας με πονούσε να σας σκέφτομαι πίσω από τα κάγκελα μέρα νύχτα, κι ας αναγκάστηκα να μεγαλώνω τ’ αδερφάκια σου ολομόναχη.

Δυσκολεύομαι να προχωρήσω στον αληθινό λόγο που σου γράφω αυτό το γράμμα – για την ακρίβεια, ο αδερφός σου ο Αντριούσα** το γράφει κι εγώ του τα λέω φωναχτά. Δεν έχει βελτιωθεί πολύ, Λιόνκα; Είμαι περήφανη για εκείνον, θα γίνει επιστήμονας όταν φτάσει στην ηλικία σου και θα ζει σε ένα όμορφο σπίτι στην πόλη, με πολλά παιδιά! Να τον δεις και πώς μεγάλωσε! Δε θέλω να σε ταράξω με άσχημα νέα, αγαπημένε μου γιε, όχι στην κατάστασή σου, αλλά ακόμα χειρότερο θα ήταν να τα μάθεις πρώτα από τους δικούς σας. Ο πατέρας σου, λοιπόν, δε ζει πια. Δε ζει πια, Λιόνκα, και το αποφάσισε ο ίδιος αυτό, ο ίδιος έβαλε το όπλο στο κεφάλι του και πυροβόλησε. Γύρισε από την ειδική αποστολή που τον είχαν στείλει στη Σιβηρία μόλις χθες. Μπήκε στο σπίτι μας και τρόμαξα να τον γνωρίσω! Ήταν κάτασπρος σαν πεθαμένος και τα μάτια του γυάλιζαν. Δε μας μίλησε, δε φίλησε τα αδερφάκια σου, δε ζήτησε ούτε να φάει ούτε να κοιμηθεί. Πήγε στο δωμάτιο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοίταζε το ταβάνι. Προσπάθησα σκληρά να του μιλήσω μα ήταν σαν να μην με άκουγε. Κατά το βράδυ σηκώθηκε. Έγραψε ένα σημείωμα που το άφησε πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο σακάκι της στολής του. Ο πυροβολισμός με ξύπνησε και τον βρήκα λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι. Από το κεφάλι του έτρεχε αίμα και το όπλο ήταν πεσμένο δίπλα του. Το σημείωμα που μας είχε αφήσει μου το διάβασε ο Αντριούσα. Έλεγε «ελπίζω να με συγχωρήσετε, εσείς, ο Θεός και η Ρωσία».

Δεν ξέρω τι να υποθέσω, Λιόνκα. Νιώθω διαλυμένη. Σε παρακαλώ, γύρνα στο σπίτι! Όσο σπουδαία κι αν είναι αυτά για τα οποία πολεμάς, δεν μπορεί να ’ναι πάνω από την οικογένειά σου! Με τον πατέρα σου νεκρό, εγώ και τ’ αδέρφια σου δεν έχουμε πια κανένα στήριγμα. Όλοι σε αγαπάμε κι όλοι σε θέλουμε πίσω. Δεν με νοιάζει τι πιστεύεις, Λιόνκα. Για μένα είσαι ακόμα το παιδί μου! Λένε ότι πέθανε ο Τσάρος***. Ε, λοιπόν, ακόμα κι αν σκότωσες εσύ τον ίδιο τον Τσάρο, ακόμα κι αν απαρνήθηκες τον Θεό, για μένα τίποτα δεν αλλάζει! Το λέω κι ας καώ στην κόλαση όταν πεθάνω. Σε χρειάζομαι, γιε μου! Δεν έχω πια κανέναν άλλον έξω από σένα, τώρα που χάθηκε ο πατέρας σου και με άφησε με έξι μικρά στην αγκαλιά. Αν μείνουμε μόνοι, αργά ή γρήγορα θα πεθάνουμε από την πείνα. Αν δεν βρω δουλειά, ποιος θα τα ταΐσει; Μα κι αν βρω, θ’ αναγκαστώ να σταματήσω τον Αντρέι απ’ το σχολείο, κι είναι τόσο έξυπνος! Αν μελετάει σκληρά μπορεί να σπουδάσει και να γίνει επιστήμονας. Το φαντάζεσαι αυτό;

Σκέψου αυτά που σου γράφουμε, γιε μου. Λυπάμαι που σε στενοχώρησα και που σε ανησύχησα στην κατάστασή σου, μα είμαι κι εγώ πολύ απελπισμένη. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ όλη νύχτα χθες, κι ούτε απόψε θα κοιμηθώ μάλλον. Δε θα κοιμηθώ μέχρι να πάρω την απάντησή σου, που την περιμένω με αγωνία. Γράψε μας μόλις είσαι καλύτερα, σε παρακαλώ. Κι έλα να μας δεις το συντομότερο. Θα σ’ έχω συνέχεια στις προσευχές μου, Λιόνκα. Μας λείπεις όλους, κι όλοι ευχόμαστε να αναρρώσεις και γρήγορα να σταματήσει ο πόλεμος για να μπορέσουμε να σε ξαναδούμε. Η χώρα μας υποφέρει πολύ απ’ αυτό το κακό, και μαζί κι εμείς. Η πείνα, οι αρρώστιες και ο φόβος είναι οι μόνιμοι σύντροφοί μας πια. Φοβάμαι για τα αδέρφια σου και για μένα. Γι αυτό και σε εκλιπαρώ να γυρίσεις κοντά μας! Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Σε έχω μεγάλη ανάγκη. Σε παρακαλώ, έλα να γιατρέψεις την πονεμένη καρδιά της μάνας σου. Δε θα αντέξω να υποφέρω άλλο μόνη και φοβάμαι τι μπορεί να γίνει αν πεθάνω, τι θα απογίνουν τα αδέρφια σου και πώς θα ζήσουν.

Σε φιλάω και σε αγκαλιάζω σφιχτά, αγοράκι μου. Έχεις χαιρετίσματα και ευχές να γίνεις γρήγορα καλά από τα αδέρφια σου.

Με τη μεγαλύτερη και παντοτινή αγάπη,
η μητέρα σου

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςWhere stories live. Discover now