Κεφάλαιο δεύτερο

76 8 40
                                    

Ο Γιούρι Ιβάνοφ ήταν χρόνια γειτονόπουλο του Ίλια και της Ναστάσια. Ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος απ’ τον Αλεξέι, κι όμως είχε γίνει ο καλύτερος κι ο μοναδικός του φίλος στο χωριό από τότε που θυμόταν τη ζωή του εκεί. Ήταν ψηλότερος και πιο δυνατός από εκείνον, ο υπερασπιστής του όταν άλλα χωριατόπουλα γελούσαν μαζί του και προσπαθούσαν να τον μπερδέψουν με χίλια δυο ψέματα: «ε, Αλεξέι, θυμάσαι αυτό;» ή «μα πώς γίνεται να μη θυμάσαι εκείνο;». Τους φαινόταν αστείο κι αλλόκοτο το χάος που υπήρχε στο μυαλό του. Ο Γιούρι ήταν ο πρώτος κι ο τελευταίος που διαφωνούσε.

«Είσαι ψηλός αλλά πάρα πολύ αδύνατος, πετσί και κόκαλο» του ’χε πει μετρώντας το εφηβικό σώμα του κόντρα στο δικό του. Ο ίδιος δεν τον περνούσε πολύ στο μπόι, μα έμοιαζε φανερά μεγαλύτερος στο πρόσωπο. Είχε ξανθά και πολλά μαλλιά, που τα στρίμωχνε τον χειμώνα στον σκούφο του και το καλοκαίρι στην τραγιάσκα του παππού του, είχε μουστάκι απ’ τα δεκαπέντε του και φωτεινό, καλοσυνάτο πρόσωπο.

«Και λοιπόν;» τον είχε ρωτήσει ο Αλεξέι καθώς μαζευόταν πίσω.

«Λοιπόν, χρειάζεσαι έναν δυνατότερο φίλο να σε προστατεύει. Εγώ θα είμαι αυτός!» τον πείραξε ο Γιούρι κι έσκασε μόνος του στα γέλια.

Αυτό που ξεκίνησε σαν αστείο, όμως, έβγαλε δυνατές ρίζες σαν δέντρο, ένα δέντρο που πεισματικά καρφώθηκε στο χώμα κι όσο και να το πελεκούσες σου φαινόταν πως δε θα ’πεφτε. Ο Αλεξέι και ο Γιούρι σύντομα δεν ξεκολλούσαν ο ένας απ’ τον άλλον. Πήγαιναν μαζί στο δάσος, για ψάρεμα στη λίμνη, για ξύλα, γλιστρούσαν με το έλκηθρο που το έσερναν τα σκυλιά του Γιούρι, ο Μαξίμ κι ο Σεριόζα, περπατούσαν μίλια πλάι πλάι, μέχρι τις ράγες του σιδηροδρόμου, πετυχαίνοντας φορές φορές το τρένο που περνούσε ανάμεσα στο χωριό τους και το διπλανό. Αναπόφευκτα το μεγαλύτερο αγόρι έμαθε για την παράξενη αρρώστια του φίλου του και πήρε πάνω του την προστασία του. Κι εκείνος, όμως, ένιωθε μαζί του μια ανεξήγητη οικειότητα από την πρώτη στιγμή, σαν να τον ήξερε και πριν να τον γνωρίσει. Του έλεγε όλα του τα μυστικά, για τις αναμνήσεις, για τους εφιάλτες, για τις πιο κρυφές του σκέψεις που δεν τολμούσε να μοιραστεί με τη θετή του οικογένεια.

«Είσαι σίγουρος ότι δεν ήμασταν φίλοι πριν χάσω τη μνήμη μου;» τον ρωτούσε συχνά πυκνά, εντυπωσιασμένος με το πόσο άνετοι ήταν ο ένας με τον άλλον.

«Πριν χάσεις τη μνήμη σου, δε ζούσες εδώ, Αλιόσκα» απαντούσε πάντα ο Γιούρι, τόσο απλά, λες και δεν είχε τελικά καμιά σημασία.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςWhere stories live. Discover now