Κεφάλαιο πέμπτο

60 5 30
                                    

Λίγες μέρες αργότερα, ο Νικολάι Ντουναγιέφσκι, αφού ενημερώθηκε από τον Νικίτιν για την αποστολή που είχε να αναλάβει υπό τις διαταγές του, ξεκίνησε χαράματα για το Τομπόλσκ με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο που άρμοζε στην περίσταση και τη συνοδεία δύο πρακτόρων πρώτης κατηγορίας. Η μέρα που έφτασε ήταν για το μικρό χωριό του Ίλια Σιντόροφ μέρα πένθιμη, που σημαδεύτηκε από έναν ξαφνικό θάνατο. Το ίδιο απόγευμα που ο συνεργάτης του Νικίτιν μπούκαρε χωρίς να προειδοποιήσει στο σπίτι των δικών του κι άρχισε να τους ανακρίνει έναν έναν, ο γιος του Μπόρια Πετρόφ, ενός αγρότη με μακριά σγουρή γενειάδα που παλιότερα καθόταν πού και πού με τον Ίλια στην εκκλησία, πνίγηκε στο ποτάμι που διέσχιζε το δάσος κοντά στο χωριό καθώς ψάρευε. Αφού πέρασαν ώρες δίχως ο μικρός να επιστρέφει, ο πατέρας του βγήκε να τον ψάξει και γύρισε κουβαλώντας στα χέρια του που τρέμανε το παγωμένο, ασάλευτο κορμί του. Λυγμοί τράνταζαν τους ώμους του, κι είχε γίνει κατακόκκινος απ’ το κρύο και από την προσπάθειά του να τους κρατήσει μέσα.

Όλο το χωριό πέρασε απ’ το σπίτι τους για να τους συμπαρασταθεί, κι όλοι έλεγαν στους επόμενους για να τους προετοιμάσουν πως κι οι δυο ήταν απαρηγόρητοι, είχαν σκεβρώσει απ’ το κλάμα και τη στενοχώρια, ίδια φαντάσματα του εαυτού τους. Πήγαν κι ο Ίλια και η Ναστάσια μαζί με τον Αλεξέι κι ο Γιούρι με τη μάνα του. Στην πόρτα χαιρετήθηκαν και τους φώναξαν από μέσα να περάσουν όλοι μαζί. Ο Μπόρια Πετρόφ κι η γυναίκα του κάθονταν σκυφτοί στο τραπέζι, ο ένας πλάι στον άλλον, με τα χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο και τα δάχτυλα πλεγμένα. Μίλησαν στον Ίλια και τους άλλους χωρίς να τους κοιτάξουν. Τα μάτια του Αλεξέι ήταν καρφωμένα στο νεκρό αγόρι, που το ‘χαν ξαπλώσει στο παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Κοιτούσε το πρόσωπό του το χάρτινο, τα μελανιασμένα του χείλη που θα είχαν το δίχως άλλο μείνει ανοιχτά καθώς θα πάλευε να ανασάνει κάτω απ’ το νερό, το κεφάλι του που έγερνε άνευρα προς τα πίσω, τα σκληρά του χέρια που κρέμονταν πλάι στα πλευρά του. Τον κοιτούσε, κι ένιωθε πως αυτήν την εικόνα την κουβαλούσε μέσα του όλη του τη ζωή, πως ήταν κάτι τόσο οικείο για εκείνον ο θάνατος που σχεδόν του προκαλούσε νοσταλγία• κι όμως, δεν έπαυε να τον φοβάται.

Ένας θρήσκος συγχωριανός, άλλοτε νεωκόρος στην εκκλησία, ο Ρουβίμ, μπήκε αφού είχαν φύγει όλοι οι υπόλοιποι και διάβασε στα κρυφά προσευχές πάνω απ’ το πεθαμένο αγόρι. Η μάνα του Γιούρι ψέλλιζε τρέμοντας κάτω απ’ την τραχιά του ένρινη φωνή και σταυροκοπιόταν. Ο Μπόρια κάπνιζε την πίπα του, ύστερα την γέμισε ξανά με καπνό και την έδωσε στον Ίλια Σιντόροφ.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα