Κεφάλαιο τέταρτο

67 5 48
                                    

Έβαλε τον φρουρό που οδηγούσε το αυτοκίνητο να τον αφήσει στο Λουμπιάνκα. Εκείνος θέλησε στην αρχή να μείνει, μα ο Νικίτιν τον διέταξε επίμονα κι απειλητικά να πάρει δρόμο. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του μόνος, περπατώντας. Κάθε μέρα ανελλιπώς έκανε το διπλό δρομολόγιο από το διαμέρισμά του στα κεντρικά το πρωί κι από τα κεντρικά στο διαμέρισμα το απόγευμα ή και το βράδυ. Ό,τι ώρα κι αν είχε βάρδια, πήγαινε πάντα από το πρωί στο κτίριο, κι ας καθόταν δίχως να κάνει τίποτα για τρεις και τέσσερις ώρες. Το προτιμούσε απ’ το να κάθεται στο σπίτι του δίχως να κάνει τίποτα, γιατί οι τοίχοι του Λουμπιάνκα έκλειναν έξω και μακριά του πολλές ανεπιθύμητες σκέψεις που εκεί τον επισκέπτονταν ανενόχλητες. Όχι, εκεί πέρα γύριζε μόνο για να φάει και να κοιμηθεί. Σχεδόν δεν γνώριζε καν τους γείτονές του, πολλούς δεν τους είχε δει ποτέ κι ούτε εκείνοι τον είχαν δει, κι αισθάνονταν σαν να κατοικούσε ένα αόρατο κι άυλο φάντασμα πίσω απ’ την πόρτα του διαμερίσματος του.

Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, κοντοστάθηκε για λίγο κάτω από το υπόστεγο του κτιρίου. Έβρεχε και το είχε ξεχάσει τόση ώρα. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο προσεκτικά και το κάπνισε κοιτώντας νευρικά το ρολόι του. Πέντε λεπτά αργότερα το είχε πετάξει στον βρεγμένο δρόμο. Το νερό ανάγκασε την αναμμένη καύτρα να σωπάσει, κι εκείνος μπήκε για μια στιγμή μόνο μέσα στο κτίριο. Άφησε μήνυμα πως ήθελε αύριο πρωί πρωί στο γραφείο του τον Ντουναγιέφσκι, χαιρέτησε όσους βρήκε να περιφέρονται εδώ κι εκεί έτοιμοι να μείνουν στα γραφεία τους μέχρι αργά το βράδυ κι έφυγε. Πήρε μόνος και τυλιγμένος στο παλτό του τον δρόμο για το σπίτι του ανάμεσα στις κατοικημένες γειτονιές του κέντρου, χαζεύοντας κι ακούγοντας όσα είχαν να του πουν. Από κάποιο γραμμόφωνο στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος ξεχυνόταν ο διαπεραστικός και γκρινιάρικος ήχος μιας τρομπέτας με σουρντίνα. Ένας γέρος καθόταν σ’ ένα άλλο μπαλκόνι και διάβαζε εφημερίδα. Στα πεζοδρόμια ξεπρόβαλλαν φωτισμένα τα μικρά παντοπωλεία, τα μαγειρεία και τα σκονισμένα καφέ. Έξω από τα μαγαζιά που πουλούσαν γάλα, ψωμί, λαχανικά και φρούτα στέκονταν χείμαρροι, στριμωγμένοι κάτω από τα μικρά υπόστεγα, οι Μοσχοβίτες που περίμεναν στην ουρά, καπνίζοντας και συζητώντας παρέα, οι Μοσχοβίτισσες με τα μαντήλια τους, άλλες μόνες κι άλλες σε μεγάλες φασαριόζικες παρέες. Τα γέλια και τα μουρμουρητά όμως κόβονταν μαχαίρι μόλις έβλεπαν πως περνούσε δίπλα τους ένας αξιωματικός της Γκεπεού. Κάποιοι τον χαιρετούσαν βεβιασμένα, μα ο Λέο δεν απαντούσε, ούτε καν τους κοίταζε.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα