Κεφάλαιο 16

98 2 2
                                    

[...]

Αλεξ POV:

Ο ήλιος έδυε όταν φτάσαμε στον προορισμό μας. Ευχαρίστησα τον ταξιτζή και βγήκα απο το αυτοκίνητο. Πήρα τις βαλίτσες μου από το  πορπαγκαζ και τις έσυρα μέχρι το πεζοδρόμιο. Ξαφνικά βρέθηκα αντιμέτωπος με το πελώριο κτήριο το οποίο αποκαλούσα σπιτι. Στάθηκα μπροστά απο την σιδερένια καγκελόπορτα και χτύπησα το κουδούνι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος που την ξεκλειδώνει και έτσι την άνοιξα.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα μπαίνοντας μέσα, ήταν τα λουλούδια του κήπου. Δεν είχαν καμία σχέση με το πως τα θυμόμουν. Είχαν φυτευτεί πολλά καινούρια, με διαφορετικά χρώματα, σχήματα και μεγέθη.

Συνέχισα να περπατάω όταν ξαφνικά η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Από μέσα βγήκε η Μαίρη, μια πενηντάρα κυρία που μαζί με άλλες τέσσερις καθάριζε το σπιτι, και δυο άνδρες τους οποίους δεν είχα ξανά δει. Ήταν και αυτοί μεγάλοι σε ηλικία και φόραγαν πρόχειρα ρούχα. Ήρθαν κατα πάνω μου και χωρίς να πουν λέξη, άρπαξαν τις αποσκευές μου και τις μετέφεραν μέσα στο σπιτι.

«Γεια σας κύριε» είπε η Μαίρη πλησιάζοντας με. Κούνησα το κεφάλι μου ενοχλημένος.
«Σου έχω πει ότι δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον πληθυντικό ούτε να με λες κύριο».
«Συγνώμη αλλά είναι διαταγές του πατέρα σας, δεν μπορώ να τις αγνοήσω» απάντησε δειλά. Ξεφυσιξα και μπήκα μέσα στο σπιτι.

«Οι βαλίτσες σας είναι στο δωμάτιο σας. Εαν χρειαστείτε κάτι φωνάξτε με, σχολάω στις εννιά»
«Ευχαριστώ» χαμογέλασα αδύναμα και πήρα τον δρόμο μου για το ασανσέρ.

Μπήκα μέσα και για καλή μου τύχη ήταν άδειο. Δεν είχα όρεξη να μιλήσω με κανέναν.
Ανέβηκα στον τρίτο και τελευταίο όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιο μου. Μπήκα μέσα και κλείδωσα την πόρτα.

Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω το κινητό μου και να στείλω μήνυμα στον Στεφάν.

[...]

Στεφαν POV:

Ανέβασα τις βαλίτσες μου στο πεζούλι της εξώπορτας και χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκε η μητέρα μου.
«Αγόρι μου!» είπε ενθουσιασμένη και έτρεξε να με αγκαλιάσει. Άρχισε να με γεμίζει φιλία.
«Γεια σου μαμά» την χαιρέτισα και τύλιξα και εγώ τα χέρια μου γύρω της.

Μετά από λίγο χωριστήκαμε και αντίκρισα τον πατέρα μου να στέκεται μπροστά μας με ένα πλατύ χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο του.
«Μπαμπά» χαμογέλασα και έτρεξα στην αγκαλιά του. Η αλήθεια ήταν πως μου είχαν λείψει οι αγκαλιές και των δυο τους. Τόσο καιρό το μόνο άτομο από το οποίο έπαιρνα αγκαλιές ήταν ο Αλεξ.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Mar 04 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Teen Romance (boyxboy)Where stories live. Discover now