ΠΑΝΩ ΤΟΥ

11.2K 932 16
                                    

Ήρθε απο πίσω χωρίς να το καταλάβω και περνώντας το χέρι πάνω απο το κεφάλι μου,άρπαξε το καφέ.Γύρισα θυμωμένα,έβγαζα καπνούς και εκείνος έσκυψε ελαφρά μπροστά στο πρόσωπό μου δείχνοντας με το δάχτυλό το αφτί του.Ήθελα τόσο πολύ να του αστράψω μια έτσι οπως ήταν στημένος, μα τόσο πολύ,αλλά κρατήθηκα.Και εκεί που νόμιζε οτι δε θα τολμούσα να επαναλλάβω αυτό που είχα πει ''Γ Ε Λ Ο Ι Ε'' τόνισα αργά και έντονα.Το πρόσωπό του άλλαξε σχεδόν αμέσως.

Πήγε στο μπαρ και κοιτώντας με, πέταξε το καφέ μου στο νεροχύτη που ήταν απο πίσω.Άρπαξε τα λεφτά και τα έβαλε στο χέρι μου λέγοντας ''Για σένα ο καφές τελείωσε''ήμουν σίγουρη πως ήθελε να με δείρει,το έβλεπα στα μάτια του.Αλλά δε με ήξερε καλά,καθόλου καλά.Γέλασα σφιγμένα και χτύπησα τα χρήματα στο μπαρ για άλλη μια φορά ''Δε κατάλαβες αγοράκι μου.Κράτα τα για το καφέ που πέταξες'' έβγαλα ακόμα ένα χαρτονόμισμα και το χτύπησα στο στήθος του ''και αυτά να αγοράσεις ξίδι για τα νεύρα!''γύρισα να φύγω αλλά με τράβηξε άγρια απο το χέρι.Πως τόλμησε?ποτέ κανεις δε μου είχε φερθεί έτσι! Μείναμε να κοιταζόμαστε λες και τσακωνόμασταν με τα μάτια ''Πάρε το χέρι σου απο πάνω μου τώρα!''έβλεπα να σφίγγει το σαγόνι του και χαιρόμουν που του προκαλούσα νεύρα χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα.Τραβήχτηκα και έφυγα σχεδόν τρέχοντας.

Ακόμα δε πάτησα το πόδι μου και μου είχαν χαλάσει την ηρεμία.Δε φτάνει που πλήρωνα για τις υπηρεσίες τους, μου φαίρονταν και με αγένεια.Τόσο καιρό θα έμενα εκεί,δε μπορεί, θα γνώριζα τον ιδιοκτήτη κάποια στιγμη.Και τότε θα τα λέγαμε για τα καλά.Ψώνισα ένα ρόφημα απο τα μαγαζάκια και αποφάσισα να αφεθώ στην αγκαλιά της θάλασσας και του ήλιου.Τράβηξα τη ξαπλώστρα του σπιτιού μέχρι κάτω και απλώθηκα.Είχα κλεισει τα μάτια και ένιωθα τη ζέστη να με τυλίγει,τόσο ξένοιαστη και ήδη είχα ξεχάσει τα πάντα.Το καλό ήταν πως η έκταση ήταν τεράστια και ο κόσμος απλωνόταν.Σα να βρίσκεσαι σε μια δικιά σου ιδιωτική παραλία.Έτσι αποφάσισα να κολυμπήσω χωρίς το πάνω του μαγιού μου.

Τα νερά ήταν υπέροχα και αφέθηκα στην αίσθηση που μου πρόσφεραν.Κοιτούσα την ακτή και ένιωθα σα ναυαγός στο πιο ωραίο μέρος.Ο βυθός πλούσιος απο σπάνια είδη ψαριών που σε εντυπωσίαζαν με τα χρώματά τους.Έκανα μια βουτιά και βγάζοντας το κεφάλι μου τον είδα να περπατάει στην άκρη του νερού.Άντε πάλι, σκέφτηκα αγανακτισμένα και μόλις συνειδητοποίησα οτι ήμουν ημίγυμνη θέλησα να προλάβω να βγω πριν πλησιάσει περισσότερο.Άλλωστε βρισκόμουν αρκετή ώρα στο νερό και είχα αρχίσει να κρυώνω.

Περπάτησα κάπως γρήγορα και άτσαλα στα ρηχά όταν ένας οξύς πόνος με έκανε να βρεθώ και πάλι μέσα.Πάνω στη βιασύνη μου δε πρόσεξα και ένα κοράλι μου έκοψε το πόδι.Το αλάτι έμπαινε στη πληγή και δάκρυζα.Έκλεισα το στόμα με τη παλάμη για να μην ουρλιάξω και έπαιρνα βαθυές αναπνοές.Το κρατούσα πάνω απο το νερό προσπαθώντας να απαλύνω το πόνο αλλά ήταν μάταιο.Σηκώθηκα ελπίζωντας να καταφέρω να φτάσω μέχρι έξω.Το κεφάλι σκυφτό και το πόδι λυγισμένο όταν μπορούσα να δω τα δικά του μπροστά μου.Ένα φωνήεν ντροπής και τα χέρια μου βρέθηκαν στο γυμνό στήθος μου.''Μη με κοιτας!''σχεδον φώναξα.Εκείνος γέλασε ικανοποιημένος που βρισκόμουν σ'αυτή τη θέση ''Και πως θα σε βοηθήσω?γυρισμένος?''.

Τύλιξε αμέσως το ένα του χέρι γύρω απο τη μέση μου και το άλλο το έβαλε κάτω απο το γόνατό του τραβατισμένου ποδιού.Εκείνο λύγισε και έτσι με σήκωσε.Κολημένη πάνω του και τα χέρια μου ανάμεσά μας.''Κράτα με'' είπε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι.''Θα σε παρατήσω εδώ.Αν δε με κρατήσεις θα πέσεις.Σε νερό περπατάω,δεν είναι οτι πιο εύκολο'' είχε δίκιο, με ένα μόλις βήμα του και το σώμα έφευγε πίσω.Γατζώθηκα στο λαιμό του και ένιωσα το κορμί του στο δικό μου.Η καρδιά μου άρχισε να κάνει σα τρελή και παρακαλούσα να φτάσουμε γρήγορα έξω.

Δε με άφησε κάτω παρά με πήγε μέχρι τη βεράντα του σπιτιού.Με έβαλε σε μια καρέκλα''περίμενε εδώ''είπε και έφυγε για λίγο.Πως να περιμένω εδώ?είναι τρελός?Έκανα να σηκωθώ,ήθελα να βάλω έστω μια μπλούζα.Πάτησα το ένα μου πόδι αλλά δε πρόλαβα ''Τι σου είπα?'' σοβαρός με άρπαξε και αφού κάθησε με έβαλε στα πόδια του.Άνοιξε το κουτί με τα απαραίτητα και ψάχνοντας εκει μέσα με ειρωνεύτηκε ''Αφού ντρέπεσαι τελικά, γιατί το έβγαλες?''δεν είχα καμιά όρεξη,πονούσα τόσο που κρατιόμουν με δυσκολία να μη κλάψω.

Τα χέρια δεμένα μπροστά μου και όταν ακούμπησε το φάρμακο στη πληγή,τα δάκρυα έτρεχαν και αυθόρμητα τον αγκάλιασα.Είχα ξεχάσει τις ντροπές και χώθηκα στο λαιμό του κλαίγοντας.Έτσι έκανα στο μπαμπά μου όταν ήμουν στεναχωρημένη και εκείνος με κράταγε μέχρι να ηρεμήσω.Ασυναίσθητα τράβηξα το πόδι μου απο το πόνο ''Μη κουνιέσαι'' δε καταλάβαινε?πονούσα.Ώσπου ένιωσα να έχει τελειώσει και απλά να με αφήνει στην αγκαλιά του.

Έτρεμα,έκλαιγα και ακόμα με κρατούσε πάνω του!

μη λες ΠΟΤΕWhere stories live. Discover now