ΓΡΗΓΟΡΑ

6.1K 630 8
                                    

Κρατούσα το μικρό στο χέρι και πηγαίναμε προς το σπίτι.Γιατί γύρισαν?Αναρωτιόμουν χωρίς να μπορώ να βρω απάντηση και αυτό με ενοχλούσε.Φτάσαμε και άφησα τον Έρικ να παίξει.Δεν ήθελα να σταθώ πουθενά,η έκφρασή μου πρόδιδε πως κάτι με βασανίζει.Ο μικρός ήρθε αρκετές φορές και με ρώταγε αν είμαι άρρωστη.Πηγαινοερχόμουν, αλλά ενώ ήθελα να ηρεμήσω ήταν αδύνατον.

Ο Τομ δεν άργησε να έρθει και αμέσως με έκλεισε στην αγκαλιά του.Δε ξέρω γιατί αλλά τον κοίταξα μέσα στα μάτια ρωτώντας ''Μ'αγαπάς?'' δεν απάντησε αμέσως, χάιδεψε το πρόσωπό μου και έγυρε να με φιλήσει.Τραβήχτηκα προς τα πίσω ''Σε ρώτησα κάτι'' και εκείνος χαμογέλασε ''Φυσικά μωρό μου!''οχι,δε ήταν απάντηση αυτή.Έκανε μια δεύτερη προσπάθεια και τον απέφυγα και πάλι ''Γιατί είναι εδώ η Τίνα?'' με επεξεργάστηκε αρκετή ώρα ''Έφερε τα παιδιά''έσκυψα το κεφάλι,δε γίνεται να βρεθήκαμε ξανά απο την αρχή.Δε μπορούσα να δεχτώ τις απλές εξηγήσεις όσο και αν ακούγονταν λογικές.''Τι συμβάινει Άντα?''ανάσαινα με δυσκολία ''Και...και η Σίσσυ?Τι δουλειά έχει εδώ?'' ξαφνικά θύμωσε και έσφιξε τα χέρια μου ''Φοβάσαι μη μπλέξει πάλι με τον Μάρκους?'' αυτό τον ένοιαζε?ο αδερφός του είχε κάνει πρόθυμα πίσω και ενώ εγώ έψαχνε να βρω το πραγματικό λόγο της άφιξής τους, εκείνος έδειχνε να ζηλεύει.''Με πονάς!'' δε με άφησε ''δε μου απάντησες'' είπε αυστηρά και εκείνη την ώρα ήρθε ο Έρικ ''Μαμά?'' προσπάθησε μα πει αλλά ο Τομ αμέσως πήρε το λόγο ''Πήγαινε μέσα!'' δεν ήθελα να γίνει θέμα μπροστά του ''άντε αγάπη μου,πήγαινε και θα έρθω να σε ετοιμάσω.'' του είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα.Όταν ο μικρός έφυγε ο Τομ συνέχισε το παραλογισμό ''Λέγε Άντα'' με ταρακούνησε κάνοντας με να αναστενάξω ''Όχι,όχι δεν είναι αυτό.''και περίμενα την αντίδρασή του.Πλησίασε κοντά στο αφτί μου ''Το καλό που σου θέλω'' με άφησε και έβαλε το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπό μου κουνώντας το επιδεικτικά.Κατάπια με δυσκολία και έτριβα το σημείο των χεριών που εκείνος είχε πιέσει.Με φόβισε,πρώτη φορά στα μάτια του είδα σκοτάδι,πρώτη φορά εκείνο το φως δεν υπήρχε πια.Άφησα το σώμα μου να πέσει στη καρέκλα και έκρυψα το πρόσωπό μου.

Έκανα το μικρό μπάνιο και τον έβαλα να ξαπλώσει.Έμεινα δίπλα του και τον τύλιξα με τα χέρια μου.Ένιωσα ηρεμία,ασφάλεια και θα έκανα τα πάντα για να είναι το παιδί μου καλά,τα πάντα!Όταν ξυπνήσαμε ο Έρικ άρχισε να ζητάει τον Μάρκους.Έδειχνε να τον έχει ανάγκη, μόνο λίγες μέρες που είχαν συναντηθεί και νόμιζες πως δεν είχαν μείνει ποτέ ο ένας χώρια απο τον άλλον.Προσπάθησα να τον απασχολήσω αλλά δε καθόταν με τίποτα.Του είπα πως θα ερχόταν ο Τομ και θα παίζαμε όλοι μαζί μα εκείνος εξαγριώθηκε φωνάζοντας οτι μόνο με το μπαμπά του θα έπαιζε.''Σε παρακαλώ αγόρι μου,ο μπαμπάς έχει δουλειά'' προσπάθησα ακόμα μια φορά και τον είδα να φέρνει το τηλέφωνό μου ''πάρτον για να ρωτήσω''αναστέναξα και έκανα πως καλώ.''Ορίστε δεν απαντάει''δε πρόλαβα να τελειώσω όταν άρχισε να φωνάζει ''Μπαμπά,μπαμπά''γύρισα το κεφάλι και τον είδα να στέκεται στη πόρτα.Ο Έρικ έτρεξε πάνω του και εγώ έκλεισα τα μάτια νιώθωντας ανακούφιση. 

μη λες ΠΟΤΕМесто, где живут истории. Откройте их для себя