ΠΩΣ?

8.6K 835 22
                                    

Την άλλη μέρα το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει.Με το ζόρι σηκώθηκα απο το κρεβάτι και μπήκα για ένα μπάνιο.Έριξα κρύο νερό πιστεύοντας να με βοηθήσει, αλλά δυστυχώς χρειαζόμουν κάτι πιο δραστικό.Ντύθηκα και έβαλα γυαλιά.Τα μάτια μου δεν ήταν για να τα αφήσω σε κοινή θέα.Αγόρασα μερικά παυσίπονα και πήγα για έναν καφέ.Στο σύντομο αυτό δρόμο εικόνες απο τη χθεσινή βραδυά αναστάτωναν το μυαλό μου.

Έκατσα και δεν είχα κουράγιο να πω ούτε καλημέρα.Στο Πολ έκανα ένα νόημα μόνο και τον άκουσα να λέει ''Κατάλαβα'' χαιρόμουν που δε χρειαζόταν να πω τίποτα παραπάνω.Τα χέρια μου ακουμπησμένα στο μπαρ και έκρυβα το πρόσωπό μου στις παλάμες.Ήρθε ο καφές μου και αφού είχα πάρει το χάπι,μετά απο λίγο άρχισα να νιώθω πολύ καλύτερα.Η διαθεσή μου άλλαζε μα απο το μυαλό δεν έφευγε ο Τομ.Δεν ήξερα πια πως να το χειριστώ,δεν ήξερα τι έφταιγε και τρελαινόμουν.Σκεφτόμουν τα φιλιά του και χωρίς να είναι δίπλα μου ανατρίχιαζα.Όταν ένιωσα κάποιον να με σκουντάει στο πόδι.Κοίταξα δίπλα, μα τίποτα και ύστερα ξανά το ίδιο μέχρι που έσκυψα στο πλάι.Ένα μικρό κοριτσάκι με ξανθες μπούκλες μου χαμογελούσε.Ένας μικρός άγγελος.Χαμογέλασα διάπλατα και κατέβηκα απο το σκαμπό.Λύγισα τα γόνατά μου και τη κοίταξα στα μάτια ''Είσαι πολύ γλυκιά.Πως σε λένε?'' εκείνη μου κουνήθηκε ναζιάρικα ''Έμμα'' της χάιδεψα τα μαλλιά και μου ζήτησε να τη βάλω να κάτσει στο μπαρ.Με χαρά τη πήρα αγκαλιά και το έκανα αμέσως.Μιλούσαμε και μου έκανε παιχνίδια με τα χέρια.

''Έμμα! εδώ είσαι?Γιατί ενοχλείς?'' μια γυναίκα μέτριου αναστήματος με καλοσχηματισμένο σώμα πλησίασε.Η ομοιότητα ήταν φανερή και αμέσως κατάλαβα πως ήταν η μητέρα της μικρής.''Μην ανησυχείς δε με ενοχλεί καθόλου'' και το εννοούσα,η μικρούλα με διασκέδαζε και με έκανε να ξεχνιέμαι.''Είμαι η Τάνια,μητέρα της μικρής'' μου συστήθηκε και έκανα το ίδιο.Αρχίσαμε να μιλάμε και η μικρή έπαιζε στα πόδια μας.Ήταν ένας άγγελος 5 χρονών.Ροζ φορεματάκι,χρυσές μπούκλες και όλο νάζι.Μόνο χαρά θα μπορούσε να σου προκαλέσει,μόνο χαρά!

''Μπαμπα,μπαμπά!'' φώναξε και έτρεξε.Γυρίσαμε και οι δυο.Το χαμόγελό μου πάγωσε και η καρδιά το έβαλε στα πόδια.Και ενώ όλα ήταν πια καθαρά τα μάτια θόλωναν κρυμμένα πίσω απο τα μαύρα γυαλιά μου.Ο Τομ τη σήκωσε αγκαλιά και ήρθε στο μέρος μας.Να τρέξω,ήθελα μόνο να τρέξω.Αυτό δε θα το αντιμετώπιζα,δε μπορούσα.Η Τάνια τον φίλησε πεταχτά και πήρε τη μικρή στα χέρια της ''Καλημέρα,πως είσαι?'' με ρώτησε εντελώς φυσιολογικά ''Καλημέρα.Μια χαρά'' κατάφερα να απαντήσω.

Η μικρή με χαρά με κοίταξε ''Άντα θα έρθεις μαζί μας για μπάνιο?''στάθηκα ψύχραιμη και με μισή καρδιά απάντησα ''πολύ θα το ήθελα γλυκιά μου αλλά έχω να κάνω κάτι.'' η μητέρα της όμως με αποτελείωσε καλόντας με αργότερα για φαγητό.Και εκεί τα πράγματα για μένα γινόντουσαν αφόρητα.Ο Τομ έμεινε θεατής σε μια παράσταση που έδινα μόνη μου.Κάποιον να με βοηθήσει ήθελα,κάποιον να με εξαφανίσει απο προσώπου γης.Δέχτηκα και αποχώρησα με ένα ψεύτικο χαμόγελο.

Η ζάλη επανήρθε μα δεν ήταν απο αλκοόλ.Περπατούσα μουδιασμένη με το κεφάλι κάτω και φτάνοντας στο σπίτι τα πόδια με οδήγησαν στη θάλασσα.Βάδισα μέσα της με τα ρούχα μέχρι να βυθιστώ.Αυτό δεν έπρεπε να μου συμβεί,δεν έπρεπε.Και έσφιγγα τα δόντια και τα έβαζα με την επίλογή μου και ύστερα σκεφτόμουν τη φυγή.Να γύριζα σπίτι μου,στο χρυσό κλουβί μου,στη ζωή χωρίς προβλήματα,στο Ρίκι.Βγήκα και έκατσα στην άκρη.Έφερα τα γόνατα στο στήθος μου και τα αγκάλιασα.Βρεγμένη έμενα να με φυσά το αεράκι και να με κάνει να τρέμω,να παγώνω.Έκλεισα τα μάτια και έσκυψα το κεφάλι.Ούτε τη θάλασσα δεν ήθελα να βλέπω,ούτε αυτή,την αγαπημένη μου θάλασσα.Εξαιτίας της ήμουν εκεί,για χάρη της και τη μισούσα ξαφνικά.

Ένιωσα το σώμα του στη πλάτη μου και τα χέρια να με τυλίγουν.Με έβαλε στην αγκαλιά του και απλά μαζεύτικα εκεί μέσα.''Κατάλαβες μωρό μου?''έκλεισα το στόμα με το χέρι και έκλαψα.Εκείνος με γύρισε,έβαλε τα πόδια μου γύρω του.Γιατί με γύρισε?κόλησα πάνω του,δεν ήθελα να τον κοιτάω,δε μπορούσα.''Μη κλαις σε παρακαλώ'' μου ζητούσε να κάνω κάτι που δεν εξαρτιόταν απο μένα,το μυαλό,η καρδιά και το σώμα αποφάσιζαν για αυτά τα δάκρυα.''Δε νιώθεις μόνο εσύ έτσι.'' οι λέξεις με έκαναν να πιέζω το σώμα του με τα δάχτυλά μου,αλλά εκείνος συνέχισε ''απο εκείνο το πρώτο πρωινό που σε είδα για μένα είχαν τελειώσει όλα''η καρδιά έκανε σα τρελή και τα αναφυλιτά με ταρακουνούσαν στην αγκαλιά του.''αν είχα κοιμηθεί μαζί σου,τώρα θα με μισούσες.Αυτό δε θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου.''απομακρύνθηκα και τον κοίταξα με τα κόκκινα μάτια μου.Το πρόσωπο χαλαρό μέσα στη θλίψη ''Τι λες?Ακούς τι μου λες?'' και πάλι άλλαζα μορφή.Με άγγιζε,χαίδευε το πρόσωπό μου ''Πως?πες μου πως θα μείνω εδώ ανάμεσά σας?'' έβαλε τα μάγουλά μου στα χέρια του και με κράτησε εκεί ''ούτε και για μένα είναι εύκολο.Ούτε και για μένα,να μείνω μακρυά σου.''ξαφνικά άρχισε να πονάει το στομάχι μου και δίπλωσα το κορμί μου.Με ξαναέκλεισε στην αγκαλιά του ''θα προσπαθήσουμε μαζί'' όταν το είπε αυτό φοβήθηκα,λύγισα και τον φίλησα σα να είναι η τελευταία φορά.Δεν ήθελα να είναι, αλλά δε γινόταν αλλιώς.''αυτό που μου ζητάς δε ξέρω να το κάνω''είπα μέσα στο φιλί ''ούτε εγώ μωρό μου''απάντησε και με έκανε να σηκωθώ απότομα και να τρέξω να κρυφτώ.Μπήκα στο σπίτι και έριξα το κορμί μου στο κρεβάτι κλαίγοντας.

Πως να μείνω μακρυά του?Πως?

μη λες ΠΟΤΕOù les histoires vivent. Découvrez maintenant