Κεφάλαιο 1: Εφιάλτες ή όνειρα ;

226 21 3
                                    

~Ωρίωνας
Η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της στην μικρή πόλη. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι δεν φαινόταν. Τα αστέρια έμοιαζαν ξαθωριασμνένα στον ολοσκότεινο ουρανό. Θα ήταν μια δύσκολη νύχτα.Κατι τέτοιες νύχτες ο βασιλιάς των εφιαλτων παραμονευε κρυμμένος σε κάθε ίσκιο. Γιατί βλέπετε δεν έχανε ευκαιρία να απλώνει τα μακριά νύχια του κάνοντας τους ανθώπους να τρέμουν στον ύπνο τους. Αυτο που διασκέδαζε ιδιατερα όμως ήταν να τρομάζει τα παιδιά.
Γι εκείνον δεν είχε σημασία η ηλικία αλλα η ευκολία με την οποία πέρναγε με τους υπηκοους του απο δίπλα τους ,κάνοντας τα να φωνάζουν τα ονόματα των γονιών τους μέσα στην νύχτα .
Κι εγώ επρεπε να είμαι εκεί αδειάζοντας κάθε ονειροπαγιδα του κόσμου απο τα δημιουργήματα του και κρατώντας τα μακριά απο τους ανθρώπους .
Γιατί αυτός είμαι . Ένα αγόρι που έλαμπε σαν καθρέφτης κάτω απο το φως του φεγγαριού . Ένα πνεύμα φτιαγμένο απο την φαντσία και την πίστη των παιδίων . Είμαι ο αδειατής των ονειροπαγίδων .
Η μάχη με τους στρατιώτες του βασιλιά του φόβου εκείνο το βραδυ ήταν σκληρή . Όσο περναγε η ώρα έμοιαζαν να γίνονται όλο και πιο δυνατοί . Το μαγικό σπαθί μου τους οδηγούσε μακριά από τους ανθώπους και έξω απο τις ονειοπαγίδες . Με το άγγιγμα του αυτά τα όντα που ποτέ δεν είχαν δίκη τους ψυχή και βούληση γίνονταν σκόνη . Ο άνεμος την παρέσερνε μέχρι που σκορπίζονταν σε όλες τις μεριές του κόσμου .
Επισκπτόμουν όλα τα ανθρώπινα σπίτια με την σείρα τρέχοντας μαζι με τις ακρίνες φωτός που ξεχύνονταν απο το φέγγάρι . Λιγο πριν χαράξει έιχε μείνει μόνο ένα σπίτι να επισκεφθώ. Το κοίταξα εξεταστικά . Τα μικρά παράθυρα και οι κακιασμένο απο το χρόνο τοίχοι του έδιναν μια θλιβερή όψη. Ένας μελωδος κρεμόταν απο τα κάγκελα του μπαλκονιού προσπθώντας να δώσει μια πινελιά χρώματος στο γκρίζο κτίσμα . Είδα τις σκιές των εφιαλτών να τρέχουν προς το παράθυρο του σπιτιού αφήνοντας απειλητικά σφυρίγματα .
Τρέχοντας με όλη μου την δύναμη περασα απο το ανοιχτό παράθυρο και βρέθηκα στην μέση ενός δωματίου .  Οι τοίχοι ήταν ανοιχτόχρωμοι ενώ ζωγραφιές στόλιζαν την ντουλάπα . Το γραφείο ήταν έτοιμο να πέσει κάτω απο το βάρος των βιβκίων που βρίσκονταν πάνω του . Ένα μικρωκαμωμένο κορίτσι κοιμόταν σε ενα κρεβάτι στην μια άκρη του δωματίου . Τα μαλλιά της ήταν σκούρα σαν την νύχτα και έπεφταν ατημέλητα στο πρόσωπο της . Όσες ονειροπαγίδες κι αν είχε κρεμάσει στο φωτιστικο του δωματίου της οι εφιάλτες έχονταν κατα πάνω της με ταχύτητα . Το κορίτσι τους απορροφούσε σαν σφουγγάρι . Την άκουσα να κλαίει και να φωνάζει στον ύπνο της .
Δεν ήταν αρκετών να εξαφανίζω όσους υπήρχαν στο δωμάτιο . Γνώριζα καλα μέσα μου πως αν δεν την έσωζα θα χανόταν . Μπορει να είναι μόνο ονειρα όμως αν δεν έκανα κάτι οι εφιάλτες μπορούσαν να γίνουν αρκετά ισχυροί και να κλέψουν το καλό μισό της καρδιάς ενός ανθρώπου την στιγμή που ήταν πιο αδύναμος . Έτσι τον άφηναν να περιπλανιέται στην γη με το σημαντικότερο κομματι του να έχει εξαφανιστεί για πάντα .
Μπορύσα να κάνω ένα πράγμα . Έπρεπε να μπω στο όνειρο της . Πάντα είχα μέσα μου την ελπίδα να μην χρειάζεται να το κάνω αυτό. Η δύναμη που απαιτούνταν ήταν τεράστια και με άφηνε εξαντλημένο απο δύναμη μέχρι την Δύση του ηλίου . Θα ήταν για εμένα πολύ δύσκολο να υπερασπιστώ κάποιον χωρίς τις ικανότητες μου .
                      ~Ευγενία~
Μέσα στο μάτι του κυκλώνα του φόβου εμφανίστηκε αυτός . Ένα αγόρι που έλαμπε σαν τον ήλιο φωτίζοντας τις σκοτεινες γωνίες του μυαλού μου . Τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και τα ματιά του γυάλιζαν βιολετία.
Ένα πέπλο μυστηρίου τύλιγε τον ερχομό του . Βλέποντας τον οι εφιάλτες εξαφανίστηκαν με μιας αφήνοντας πίσω τους μια μαύρη σκόνη ως το μόνο σημάδι ότι υπήρξαν ποτέ . 
Στα χέρια του κρατούσε ένα ασημένιο ξίφος στολισμένο με πράσινα πετράδια που έλαμπε σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου . Τα ρούχα του ήταν σκισμένα σε μερικά σημεία και γεμάτα μπαλώματα . Ήταν ξυπόλυτος ενώ στον λαιμό του είχε περασμένο ένα ασημένιο μπουκαλάκι .
Το αγόρι γύρισε αργά και άρχισε να προχωρά με αιθέριο βήμα προς το μέρος μου . Γνώριζα καλά ότι εγω ήμουν η αιτία όλου του χάους.
Νιώθωντας ξαφνικά να απεικούμαπα απο την παρουσία αυτού του παράξενου επισκέπτη άρχισε να τρέχω μακριά του . Οι στρατιές των εφιαλτών άρχισαν να σκιάζουν πάλι τον ορίζοντα και να με κυνηγούν .
Ξύπνησα απότομα μέσα σε αναφιλητά και τον είδα να κάθεται στην ποκυθρόνα μπροστά στο γραφείο μου . Ήταν εκείνος , το αγόρι απο το όνειρο μου . Το πρόσωπο του ήταν τώρα μια μάσκα αγανάκτησης .Το δέρμα του φωσφόριιζε ασημένιο . Αν κανεις τον κοιτούσε προσεκτικά έμοιαζε φτιαγμένος απο ατόφιο φεγγαροφως.
Το περίεργο αγόρι άνοιξε το άτομα του να μιλήσει .
" Γιατί έφυγες ;" ρώτησε απλά . Το πρόσωπο του ηταν πλέον ανέκφραστο . Πως ήταν δυνατόν να είναι εδώ ;Ποιος ήταν ; Ίσως ένα ψιγμα της φαντασίας μου που ξέφυγε απο τον έλεγχο μου ή το κομματι του ονείρου ενός κοριτσιού που δεν εχει καλόξυπνήσει ακόμα . Η φαντασία μου παραήταν ζωηρή . Δεν μπορούσα να εμπιστευτώ ούτε τα μάτια μου πλέον .

ΌνειραOù les histoires vivent. Découvrez maintenant