Κεφάλαιο 4: Η σκόνη στο φως του φεγγαριού

59 14 3
                                    

                      ~Ευγενία~
"Συμφωνοι;"ρώτησε .Οι λέξεις αντηχούσαν στ' αυτιά μου .Τα βιολετι μάτια του έλαμπαν σαν αστέρια. Προσπάθησα να κινηθώ αλλα όλο μου το σώμα ήταν δυσκίνητο .
"Λοιπόν"ξαναρώτησε ανυπόμνος πια χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα προσπαθώντας να με κάνει να γελάσω . Το γέλιο όμως ηταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα αυτήν τη στιγμή
"Συμφωνοι"του είπα χωρίς να το σκεφτώ παραπάνω και έτεινα το χέρι μου μπροστά επιτέποντας του να με αγγίξει για μια στιγμή και να το αφίξει . Έπειτα τραβήχτηκα πάλι προς τα πίσω .
" Θα τα πούμε αύριο ...Και μην ξεχνάς ...το υποσχέθηκες"
Με κοιταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απελπισία και ανυπομονησία και μου έγνεψε αντίο πετώντας έξω απο το παράθυρο .
Μάλλον αυτό ήταν το τέλος ενός όμορφου ονείρου. Γιατί ακόμα κι αν είχα νιώσει το χαστούκι του πατέρα μου πριν απο λίγο που ήταν αδιαμφισβήτητα αληθινό , τίποτα δεν μπορούσε να σταμτήσει την φαντασία μου απο το να οργιάζει . Το πιο πιθανόν ηταν ο Ωρίωνας να ήταν ένα δημιούργημα της . Ένα κομματι της φαντασίας μου , του εαυτού μου που ήθελε να με βγάλει απο αυτή την κατάσταση ανυπαρξίας στην οποία βρισκόμουν .
Έμεινα να κοιτάζω λυπημένη τον ουρανό με ένα κύμα νοσταλγίας να με διαπερνά .
" Τουλάχιστον ήταν ωραίο όνειρο " είπα στον εαυτό μου .

~Ωρίωνας

Ένα παιδι που δεν μπορούσε να ονειρευτεί. Αυτό ήμουν.Ένα τιποτα χωρις τη φαντασία και  τα όνειρα.Κάποτε ήξερα να φαντάζομαι, να ονειρεύομαι. Κάποτε...Πριν γίνω αυτός που είμαι τωρα.
Αναστέναξα βαθιά . Είχε βραδυασει πια όταν πέρασα μέσα από το διαυγές τζάμι χωρίς δισταγμό και δυσκολία . Ήμουν μαζί της όλη μέρα αλλα αρκετά μακριά ώστε να μην με βλέπει . Δικές μου ηταν οι φευγαλέες κινήσεις στην άκρη του ματιού της . Εγω κρύβομουν κάτω απο το μεσημεριανό ίσκιο . Συνχώς προσπθούσα να βρω κάποιον τρόπο να την προστατέψω απο εκείνον . Κάθε ξόρκι , κάθε μαγεία , κάθε φίλτρο που γνώριζα ήταν ανίσχυρο εναντίον του . Ενανίον ενός ενήλικα στον πραγματικό κόσμο .
Η αναμονή άξιζε όταν ειδα την έκφραση του προσώπου της . Έκπληξη και απορία .
" Θές να έρθεις μια βόλτα ;" τη ρώτησα παιχνιδιάρικα προσπαθώντας να κάνω το χαμόγελο να εμφανιστεί στα χείλη της .
"Εντάξει..."ειπε αυτη ανύσηχα
Της χαμογέλασα ενθαρρυντικά .
"Δεν χρειάζεται να φοβάσαι Ευγενία " της είπα σιγανά .
Άνοιξα το μπουκαλάκι που κρεμόταν στο λαιμό μου . Το είχα πάρει δώρο απο το φεγγάρι στα εξακοσιοστά γενέθλια μου. Η φεγγαρόσκονη που περιείχε μπορύσε να κάνει οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα να πετάξει αρκεί να μην είχε καμία έγνοια στο μυαλό του πράγμα δύσκολο για έναν θνητό .
" Τώρα " της είπα σιγανά"κλείσε τα μάτια, χαλάρωσε και αφέσου ελεύθερη"
" Δεν θα δουλέψει" είπε λυπημένη" το ξέρω , είμαι σίγουρη"
" Αν δεν πιστέψεις , τότε σίγουρα δεν θα δουλέψει"της εξήγησα "Ας δοκιμάσουμε τουλάχιστον ...Κλείσε τα μάτια "
Τα βλέφαρα της έκρυψαν τα τέλεια σμαραγδένια μάτια της .
" Τώρα χαλάρωσε..."άκουσα τον εαυτό μου να της λέει"διώξε κάθε σκέψη που σε απασχολεί , κάθε φόβο , κάθε έγνοια.
Το μυαλό της ήταν καθαρό.Το ένοιωθα πως κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να διώξει τις σκέψεις μακριά κι ακόμα μεγαλύτερη να διώξει τους φόβους της, να ξεχάσσει όλα όσα ειχαν συμβει το εκείνο το πρωί.
Σιγα σιγά αρχισε να σηκώνεται από το έδαφος.Πετούσε . Είχε πιστέψει. Είχε πιστέψει στη φαντασία , στο όνειρο,στη χαρα . Είχε πιστέψει στον εαυτό της. Ήξερε οτι θα τα καταφερνε. Ηταν πια στίγουρη ότι θα νικούσε τους εφιάλτες και ακόμα πιο σίγουρος ότι θα κατάφερνε να δραπετεύσει απο τα τέρατα που αληθινού κόσμου .
Και η στιγμή πέρασε . Προσγειώθηκε βαριά στο έδαφος. Είχε χάσει την ελπίδα της .
Εκείνη όμως η μικρη στιγμή που τα πόδια της άφησαν το έδαφος ήταν αρκετή για να πιστέψω σε αυτή . Ήταν ικανή να τα καταφέρει. Ήταν γεννημένη για να παλεύει . Γιατί χωρίς αυτή να το ξέρει την είχα δοκιμάσει.Είχα δοκιμάσει την ελπίδα της , τη δύναμη της, τη φαντασία της .
Ήταν λίγοι όσοι είχαν καταφέρει να πετάξουν με την βοήθεια της φεγγαρόσκονης . Όσοι όμως το είχαν κάνει ήταν φτιαγμένοι για σπουδαία πράγματα .

ΌνειραWhere stories live. Discover now