Κεφάλαιο 8 : Η γάτα στην μέση του χειμώνα

12 3 2
                                    

                      ~Ευγενία~
Τον έκλεισα έξω . Το μαγικό αγόρι που η φαντασία μου είχε υφάνει για να θεραπεύσει την άρρωστη ψυχή μου . Μόνο και μόνο η όψη του ήταν αρκετή για να αμφιβάλλω για όσα ήξερα . Με έκανε να αναρωτιέμαι για τον ίδιο μου τον εαυτό. Άραγε το μυαλό μου ήταν τόσο άρρωστο που δημιούργησε για μένα ψευδαισθήσεις ;Όμως η νύχτα που περάσαμε, η πτήση πάνω απο την πόλη, όλα έμοιαζαν πολύ αληθινά για να είναι απλώς μια πλάνη .
Με δάκρυα στα μάτια σωριάστηκα στο κρεβάτι . Φοβόμουν . Φοβόμουν τους εφιάλτες , τα τέρατα του μυαλού μου του δαίμονες της ψυχής μου . Πάνω απο όλα όμως φοβόμουν το τέρας του πραγματικού κόσμου . Εκείνον . Τον άντρα που έκανε την μητέρα μου να τρέμει απο φόβο . Αυτόν που όταν γύριζε αργά το βραδυ στο σπίτι τον άκουγα να την χτυπά . Ηταν ο ίδιος που με κοιτούσε κάθε μέρα με μίσος στα μάτια και με πέταγε στο πάτωμα με μια του κίνηση σαν κάνοντας με να νιώθω σαν κουρελιασμένη κούκλα .
Ένιωθα ένα βάρος πάνω στο στήθος μου. Ο πόνος μέσα μου με δυσκόλευε να πάρω ανάσα . Βούλιαζα όλο και πιο βαθιά στην ανυπαρξία . Το κορμί μου παρέμενε ακίνητο , σωτιασμένο πάνω στο ξεχειλωμένο στρώμα με τα χέρια μου να αγκαλιάζουν αδύναμα τον πάνινο γάτο μου.
Κουλτουριάστηκα σαν μπάλα και τον έσφιξα πάνω μου . Μου θύμιζε μια απο τις καλές μέρες .
Ήταν Χειμώνας . Παραμονές γιορτών στην πλατεία είναι στηθεί πάγκοι με καλούδια και δώρα . Η γειτονιά είχε γεμίσει τραγούδια και φώτα .
Εκείνη την μέρα αποφάσιστηκε να πάμε βόλτα στην πλατεία. Ήταν ιδιαίτερη μέρα γιατί ο πατέρας μου ποτέ δεν φώναξε και δεν με κοίταξε άγρια. Με κράτησε απο το χέρι όπως όλοι οι μπαμπάδες για μια φορά . Η μητέρα μου έλαμπε εκείνο το απόγευμα μέσα στο ολοκαίνουργιο παλτό της .
Τότε είχαμε χρήματα να αγοράζουν φανταχτερά ρούχα και κοσμήματα. Τώρα πλέον τα μόνα χρήματα προέρχονταν απο την δουλειά της μαμάς αλλα εκείνος τα χρησιμοποιούσε για να βγαίνει το βράδυ απο το σπίτι όπου και επέστρεφε μυρίζοντας τσιγρίλα και ποτό. Οι πάγκοι που είχαν στηθεί γέμιζαν την πλατεία με το άρωμα κανέλας και γλυκών. Παιδιά έπαιζαν παντού γύρω μας ενώ μερικά αλλα ήταν συγκεντρωμένα γύρω απο έναν πάγκο που πουλούσε παιχνίδια. Ενα αγόρι προσπθούσε να φτάσει ένα αυτοκινητάκι απο ένα ψηλό σημείο πηδώντας άτσαλα ενώ η μητέρα του το τραβούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μερικά κορίτσια ήταν συγκεντρωμένα πάνω από τις κούκλες που φορούσαν εντυπωσιακά φορέματα με φραμπαλαδες ενώ ένα αγόρι με κόκκινα μαλλιά προσπθούσε να βουτήξει μερικούς Βόλους χωρίς να τον αντιληφθεί ο πωλητής .
Αγνοώντας τα υπόλοιπα παιδιά προχώρησα με ενα χαμόγελο προς το μέρος όπου βρίσκονταν τα πάνινα παιχνίδια.
Αρκουδάκια με απαλή γούνα και μικροσκοπικά βελούδινα ρούχα βρίσκονταν στα κάτω ράφια ενώ μέρικά λαγουδάκια με μακριά αυτιά βρίσκονταν λίγο πιο πάνω κάνοντας παρέα σε μερικά αλεπουδάκια. Ένοικοι του πάνω ραφιού ήταν τα λιονταράκια μαζί με ένα μαύρο γατάκι με κόκκινο καπέλο.
Απέμεινα να το κοιτάζω μαγεμένη με την καρδιά μου γεμάτη επιθυμία.
Ο πωλητής , ένας γέρος άνθρωπος με στραβή μύτη με είδε που το κοιτούσα και μου χαμογέλασε.
" Θέλεις αυτό εδώ μικρή μου ;"
Ο λαιμός μου δέθηκε κόμπος. Όσο κι αν το ήθελα ήξερα ότι ήταν αδύνατο να το αποκτήσω. Ακόμα κι αν ήταν η περίοδος πριν η οικογένεια μας καταστραφεί οικονομικά ο πατέρας μου πιστευε πως το να ξοδεύει χρήματα για παιχνίδια ήταν ανώφελο .
Προσπάθησα να κρύψω το στεναχωρημένη μου βλεμμα και γύρισα να απομακρυνθώ όταν ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου. Το χέρι που κάποιες νύχτες με χάιδευε και άλλες έκανε όλο το σώμα μου να καίει απο τον πόνο. Ήταν το χέρι του ανθρώπου μου με λίγες λέξεις του μπορούσε να με ανεβάσει στον παράδεισο αλλα δεν δίσταζε να με σέρνει στην κόλαση. Ήταν το χέρι του πατέρα μου .
" Θα το πάρουμε " ήταν οι λέξεις που είχε πει στον πωλητή.
Έμεινα να τον κοιτάω αμίλητη. Δεν μου είχε κάνει ξανά τέτοιο δώρο.
" Ευχαριστώ " ψιθύρισα απαλά παίρνοντας απο τα στιβαρά του χέρια το πάνινο παιχνίδι.
Δεν μίλησε. Είδα όμως για μια στιγμή τα χείλη του να σχηματίζουν ένα μικρο χαμόγελο. Η μητέρα είχε μείνει πιο πίσω να μας κοιτάζει με ένα βλεμμα γεμάτο στοργή .
Ήμασταν, έστω και για μια μέρα, μια αγαπημένη οικογένεια και κανεις δεν μπορούσε να μου το πάρει αυτο. Κανεις δεν Μπρούερ να μου κλέψει αυτή την ανάμνηση στην οποία κρατιόμουν με κάθε ικμάδα της δύναμης μου.
Ένιωσα ένα παγωμένο χέρι στον ώμο μου να με βγάζει απο το βυθό τον σκέψεων μου. Γυρίζοντας αντίκρισα τα βιολετία μάτια του Ωρίωνα.
" Σε παρακαλώ μην κλαίς " αποκρίθηκε το αγόρι .
Δεν απάντησα. Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο. Έκατσε δίπλα μου κρατώντας ένα λουλούδι στην αγκαλιά του.
" Αυτο είναι για εσένα . " είπε κοιτάζωνδας με με κατανόηση "είναι μαγικό λουλούδι . Κάθε φορά που θα τραβάς ένα πέταλο σκέψου μια βαθιά σου επιθυμία. Αν πραγματικά το θέλεις πολύ εκείνη θα πραγματοποιείται. Το μόνο που θέλω ειναι να με αφήσεις να σε βοηθήσω "
Παρά το απαλό του χαμόγελο και την επιθυμία του να κάνει κάτι για μένα εγώ ήμουν έτοιμη να ξεσπάσω πάνω του. Ήθελα να αφήσω όλο τον φόβο μέσα μου να γίνει άγριος χείμαρρος θυμού. Ένιωθα έτοιμη να εκραγώ σε μια βίαιη αντίδραση , να γίνω κι εγω ενα πυροτέχνημα στον ουρανό.
Είχα βρει τον εαυτό μου πολλές φορές σε παρόμοιες καταστάσεις τον τελευταίο χρόνο. Άλλοτε ηεσπούσα και άλλοτε κατάφερνα να κρατήσω την και γίδα μέσα μου. Σε κάθε περίπτωση κατάφερνα να νιώθω πως απογοήτευσα τον εαυτό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Ήθελα να μείνω έτσι , με τα μάτια κλειστά, τυφλή στην τρομακτική πραγματικότητα που απλώνονταν γύρω μου.
Το χέρι του ακούμπησε διστακτικά τον ώμο μου για μια στιγμή. Το τράβηξε πίσω γρήγορα προτού προλάβω να το σπρώξω μακριά.
" Κράτα τα κλειστά " άκουσα την μελωδική φωνή του να λέει. Άρπαξε την κουβέρτα και με σκέπασε άτσαλα. Τοποθέτησε το λουλούδι στο τρπεζάκι δίπλα απο το κρεβάτι μου και περπάτησε ανθόσυβα μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου.
" Θα είμαι κοντά να σε προσέχω " είπε ψιθυριστά " Αύριο θα είμαι εδώ να αρχίσουμε. Σου έδωσα το λόγο μου ότι θα σε βοηθήσω και θα το κάνω "
Αυτο ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα πριν μπλεχτω στο δίχτυα του ύπνου.

ΌνειραWhere stories live. Discover now