Κεφάλαιο 7

4.5K 138 5
                                    

Ο ήλιος τρυπωσε μέσα από τις κουρτίνες μου και φωτησε όλο το δωμάτιο
Ανοιξα τα μάτια μου και σηκώθηκα πάνω κοίταξα το κινητό μου κανένα μήνυμα τίποτα πια
Ήταν 9 ώρα το πρωί Σάββατο πάλι καλά δεν δουλεύω σηκώθηκα και τεντωθηκα πήγα στο μπάνιο και κοίταξα στον καθρέφτη τον εαυτό μου
Έδειχνα κουρασμένη ταλαιπωεημενη είχα πρισμενα ματιά από το κλάμα μαλλον
Ανοιξα το νερό και έβρεξα το προσωπο μου
Μετά κατέβηκα κατω εκεί βρήκα τους γονείς μου
Και τον Στέφανο γιατί τι ήθελε εδώ τι θέλει πια

"καλημέρα"
"καλημέρα κορίτσι μου έλα κάτσε ήρθε και ο Στέφανος να μας δει"
"ναι καλημέρα"

Έκανα να χαμογελασω αλλά δεν μπορεσα
"κόρη μου είσαι καλά φαίνεσαι λίγο χλωμη"
"καλά είμαι μαμά δεν κοιμήθηκα καλά"
"είχες εφιάλτες"

Γύρισε και με ρώτησε ένιωσα στο βλέμμα του θυμό μίσος δεν μπορούσα να διευκρινησω ακριβώς τι ήταν αυτό

" όχι εντάξει είμαι"

Πονούσε τρομερά το κεφάλι μου φαγητό δεν είχα φάει οπότε ένιωθα αδύναμη και φαινομουν κιολας

" πάω να ντυθώ να βγω λιγο"
" δεν έφαγες τίποτα δεν τρως πια κόρη μου"
"δεν θέλω μαμά"

Σηκώνομαι και ανεβαίνω τις σκάλες
Μπενω στο δωμάτιο μου
Ντυνόμαι πιάνω και ένα πρόχειρο κότσο στο μαλλί και περνώ κλειδιά κινητό και λεφτά σε μια τσάντα μου την βάζω στο ώμο και κατεβαίνω στο τέλος της σκάλας ένιωσα να μην με κρατάνε τα πόδια μου
Μετά όλα σκοτάδι..

"Έλενα Έλενα τι έπαθες μίλα μου"

Άκουσα μια φωνή
Ανοιξα τα μάτια μου είδα από πάνω μου την μητέρα και τον πατέρα μου με κρατούσε ο Στέφανος ο οποίος ήταν το ίδιο ανησηχος

"τι έγινε τι έπαθα"
"λυποθιμισες κορίτσι μου έλα σήκω"

Με βοήθησαν να σηκωθώ και έκατσα σε μια καρεκλα
Ο Στέφανος μου έφερε νερό
"έλα πιες"
"ευχαριστώ"

Υπια με το ζόρι δύο γουλιες

"δεν τρως έχεις αφήσει τον εαυτό σου πια τι σου συμβαίνει"
"τίποτα καλά είμαι πάω πάνω να ξαπλώσω "
" θα την βοηθήσω εγω"
" σε ευχαριστώ Στέφανε"

Με πήρε στα χέρια του ανύμπορη να αντίδρασω και ανεβήκαμε πάνω σιγά σιγά
Με έβαλε στο κρεβάτι μου
"τι έχεις μιλά μου "
" φύγε στεφανε"
" δεν φεύγω από εδώ λεγε "
" Στέφανε φύγε αρκετό κακό μου έκανες μην μου κάνεις κιαλλο"

Γύρισα πλάτη ένιωσα την ανάσα του πίσω μου
Με φίλησε στο μπρατζο
"θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου"
"προσέχω"
"δεν το βλέπω έλα γύρνα λίγο να σε δω"

Με γύρισε και με κοίταξε στα ματια
Δεν άντεξα έβαλα τα κλάματα πάλι
Κλαίω σχεδόν κάθε μέρα
" σσσσ ψυχή μου ματάκια μου μην κλαις"

Πρώτη φορά με έλεγε έτσι μου έδειχνε έναν άλλον Στέφανο πως το κάνει αυτό
Με πήρε στην αγκαλιά του και με έσφυξε δυνατά
" φύγε μπορεί να έρθουν οι γονείς μου"
"Έλενα"
"φύγε φύγε τώρα είπα"

Τον έσπρωξα και γύρισα από την αλλη

Σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο
Εντομεταξυ το κεφάλι μου πονούσε τρομερά
Ξάπλωσα για λίγο

Μετα αφού μεσημέριασε σηκώθηκα πάνω
Κατέβηκα και είδα τους γονείς μου
Πήγα κοντά και προσπάθησα να φάω λίγο
Ξαφνικά ένιωσα το στομάχι μου κάπως περιέργα σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω προς το μπάνιο ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και πήγα στην λεκάνη

"Έλενα μου τι έγινε"
"μην κοιτάς μαμά"
"μάλλον έχεις κρυώσει θα σου φτιάξω κάτι ζεστό"

Σηκώθηκα όρθια
Είχα στο στόμα μου αυτή την γεύση του εμετού μπλιαχ
Τότε σκέφτηκα ποτέ αδιάθετησα τελευταία φορα
Όχι δεν μπορεί δεν είναι δυνατόν!

το Απαγορευμένο Where stories live. Discover now