Κεφάλαιο 3

1.6K 138 25
                                    

Ένα ελαφρύ σύρσιμο με επαναφέρει στο παρόν. Παντόφλες που τρίβονται στο ξύλινο πάτωμα. Η μητέρα μου ντυμένη με μία μεταξωτή ρόμπα με πλησιάζει. Είναι τόσο όμορφη! Παρόλο που μόλις έχει ξυπνήσει και είναι απεριποίητη, η ομορφιά της γεμίζει το χώρο και ζεσταίνει κάθε γωνιά του. Ψηλή, με λυγερή κορμοστασιά και κυματιστά ξανθά μαλλιά μέχρι το μέσο της πλάτης, που αγκαλιάζουν ένα γλυκό πρόσωπο. Κατακόκκινα χείλη, που σα να έχουν κλέψει το χρώμα των κερασιών, σχηματίζουν ένα χαμόγελο, το οποίο συμπληρώνεται από ένα ζεστό βλέμμα καταπράσινων ματιών που γυαλίζουν.

Έρχεται σταθερά προς το μέρος μου κι ύστερα απλώνει τα χέρια της αγγίζοντας απαλά τους ώμους μου. Γυρίζω και την κοιτάζω τρυφερά. Κάτω από τη φαινομενική πραότητα και τη καθησυχαστική στάση που τηρεί από την εξαφάνιση του αδερφού μου κι έπειτα, διακρίνω θλίψη. Έντονη θλίψη. Έχει ποτίσει το βλέμμα της. Τα μάτια είναι καθρέφτες της ψυχής. Και σίγουρα η ψυχή της υποφέρει, έχει μαυρίσει από τη λύπη. Προσπαθεί να την κρύψει από εμένα, να επαναφέρει τη ζωή μας σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Ίσως η μητέρα μου είναι πιο δυνατή απ’ ότι πίστευα. Καμουφλάρει τα πραγματικά της συναισθήματα με σκοπό να προστατέψει εμένα από την οδύνη, το κενό της απώλειας.

«Είναι Κυριακή, καρδιά μου. Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς;», ακούω την απαλή και γλυκιά φωνή της να ηχεί στα αυτιά μου.

«Ήθελα να δω τον ήλιο να ανατέλλει», σκαρφίζομαι στα γρήγορα ένα ψέμα, γιατί η αλήθεια- το περίεργο, ίσως ανατριχιαστικό μου όνειρο- παραείναι αλλόκοτη για να ειπωθεί. Ποιος θα την πίστευε, άλλωστε; Ακόμη και η μητέρα μου με την καλπάζουσα φαντασία της θα την αμφισβητούσε.

«Θα σε ενοχλούσε η συντροφιά μου;», ρωτάει, καθώς σωριάζεται σε μια πολυθρόνα που κοιτάει προς τη σάλα και τον ανατέλλοντα ήλιο.

Γνέφω όχι και κάθομαι κοντά της παρατηρώντας τον καμβά του ουρανού να γεμίζει κίτρινες και πορτοκαλί πινελιές.

«Σου λείπει, έτσι δεν είναι;», σχηματίζουν την ερώτηση τα χείλη μου πριν προλάβω να τα σταματήσω.

«Σε όλους μας λείπει, Νεφέλη», απαντά εκείνη με μακρόσυρτη φωνή και αφήνει στο τέλος έναν μικρό αναστεναγμό.

«Μαμά, πιστεύεις ότι… πιστεύεις ότι είναι ζωντανός;».

Τα μάτια της ατενίζουν το φωτεινό ουρανό και τον λαμπερό ήλιο που σκαρφαλώνει στο γαλάζιο.

«Δεν ξέρω, Νεφέλη. Το ελπίζω…».

__________________________________________________________

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerWhere stories live. Discover now