Κεφάλαιο 23

846 104 2
                                    

Επιστρέφουμε στην Τραπεζαρία, όταν πλέον το πέπλο της νύχτας έχει τυλίξει για τα καλά τον ουρανό. Ο χώρος φαντάζει εντελώς διαφορετικός από την πρώτη φορά που τον αντίκρισα, στο φως της ημέρας. Λάμπες φθορίου κρέμονται ανά μερικά μέτρα στο ταβάνι και ο σκληρός φωτισμός τους μετατρέπει την αίθουσα σε ελαφρώς αφιλόξενο περιβάλλον. Ήδη νοσταλγώ το χρυσαφένιο δίχτυ που πλέκουν οι ηλιαχτίδες τα πρωινά. Τρίβω τα μάτια μου ενοχλημένη και παρατηρώ πως όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα από χαμογελαστούς ανθρώπους κάθε ηλικίας που απολαμβάνουν το γεύμα τους. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα διακρίνω τον Μιχάλη να μας γνέφει από ένα τραπέζι στο βάθος. Πλησιάζω και διαπιστώνω πως εκεί βρίσκονται μόνο ο Μιχάλης, ο Σταύρος και ο Πέτρος. Κανένα σημάδι από τον Ιάσονα ή τη Θάλεια. Ααα, τα πουλάκια μου, σκέφτομαι κι ένα πονηρό χαμόγελο χαράσσεται στο πρόσωπό μου.

«Άντε ρε παιδιά, πού είστε;», λέει ο Σταύρος.

«Η Νεφέλη έπρεπε να περάσει το τεστ και μετά την πήγα στο δάσος και της έδειξα μερικά πράγματα για το κυνήγι», αποκρίνεται ο Αχιλλέας.

«Κυνήγι;», επαναλαμβάνει έκπληκτος ο Μιχάλης. «Και στον πιο άχρηστο κυνηγό πήγες για να σου δείξει; Αν θες ιδιαίτερα μαθήματα, εγώ είμαι εδώ», λέει με ένα στραβό χαμόγελο και δείχνει τον εαυτό του.

«Θα το έχω υπόψην μου», απαντώ κοκκινίζοντας με το σχόλιό του. Ύστερα στρέφομαι στον Αχιλλέα: «Εσύ δεν είπες ότι είσαι ‘φυσικό ταλέντο’;», ρωτάω καχύποπτα.

«Φυσικό ταλέντο στο να παραμυθιάζει τον κόσμο εννοούσε», πετάγεται ο Μιχάλης. «Φέρνει τα λιγότερα θηράματα απ’ όλους μας. Και να φανταστείς ότι εμείς ζούμε μόνο δύο μήνες εδώ, ενώ αυτός κυνηγάει όλη του τη ζωή».

«Αλήθεια λέει;», ρωτάω τον Αχιλλέα που εντωμεταξύ έχει κοκκινίσει ως τα αυτιά και το βλέμμα του είναι καρφωμένο στα πόδια του.

«Ίσως. Μερικές φορές τα λόγια κρύβουν τη μισή μόνο αλήθεια», λέει αινιγματικά.

«Τι ‘ναι αυτά που λες, ρε;», εμφανίζεται από το πουθενά ο αδερφός μου κουτσαίνοντας πάνω στις αυτοσχέδιες πατερίτσες του, αλλά με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

«Καλώς τα μάτια μας τα δυο», λέει πειρακτικά ο Μιχάλης. «Πού στο καλό ήσουν εσύ;».

«Με είχαν καλέσει για δουλειά στις κουζίνες και μετά με ήθελε η μάνα του Αχιλλέα να τη βοηθήσω με κάτι δουλειές στο σπίτι», αποκρίνεται εκείνος χωρίς δισταγμό. Ψεύτη, σκέφτομαι. Ούτε ένα βλεφάρισμα δεν προδίδει ότι κρύβει την αλήθεια.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerWhere stories live. Discover now