Κεφάλαιο Ι

31 0 0
                                    



Χωριό Τόβροβ, Νοτιοδυτικός Καύκασος.

Δεκέμβριος 1920.

 Ήταν ένα υπέροχο πρωινό, τόσο ωραίο που για μια στιγμή σκέφτηκε να αναβάλει τα σχέδια του για σήμερα, να κάτσει στην αυλή του μικρού ξύλινου σπιτιού του και να απολαύσει μια μπουκάλα βότκα, μια φρέσκια κρύα βότκα απευθείας απο το αποστακτήριο στην πίσω εξωτερική αποθήκη του ταπεινού σπιτιού του. 

 Ήταν μια υπερβολικά όμορφη μέρα για να σκοτώσει κάποιον. 

 Μια υπερβολικά όμορφη μέρα για να λερώσει το φρέσκο καταπράσινο γρασίδι με αίμα, τώρα πια που τα χιόνια της προηγούμενης κακοκαιρίας είχαν λιώσει. Ήταν ενας ύπουλος κουλάκος, ενα σωστό κάθαρμα και πραγματικά έφταιγε για οτι είχε γίνει. Ο γιός του βέβαια ειχε βγεί εκτός ελέγχου. Ίσως έφταιγε και ο ίδιος, ως σε ένα βαθμό για αυτό. Η αφοσίωση στην Επιτροπή, στην δουλειά του, στον τρόπο με τον οποίο έβγαζε καθημερινά το ψωμί του; ληστεύοντας και σκοτώνοντας στο όνομα μιας ιδεαλιστικής επανάστασης με ολοένα και περισσότερο αμφίβολους σκοπούς και αποτελέσματα.

 Έτσι ομως ειχε μεγαλωσει τον μικρο, πιστό στην αγροτική και εργατική οικογενεια, έτοιμο για να σκοτώσει και να σκοτωθεί για χαρη της επιτροπής και του συνόλου των αγροτων που την αποτελούσαν. Ίσως θα έπρεπε να ειχε αναθεωρήσει προ πολλού αυτήν την στάση καθώς και τα δικά του πεπραγμένα που συμβάδιζαν απόλυτα με αυτήν την λογική. Ήταν βέβαια πολύ αργά πια. Ο πατέρας του, απο τους πρώτους που είχαν συμμετάσχει στις Επιτροπές, τις πρώτες μέρες μετά την επανάσταση και τον αιματηρό εμφύλιο με τους Λευκούς αν και ηδη τότε μεγαλος σε ηλικια, ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, ζούσε υπο το πρίσμα ενός γνωμικού, τοσο αρχαίου απο όταν ακόμα οι πρόγονοι του ζούσαν στις ανοιχτές καταπράσινες στέπες και ατένιζαν τα ιερά βουνά απο τον Καύκασο έως το Αραράτ.

 "Όταν κρατάς τον λύκο απο τα αυτιά είναι πολύ αργά να τον αφήσεις να φύγει"

 Το ίδιο ίσχυε ακριβώς και με την περίπτωση τούτη και τις συνθήκες που αντιμετώπιζε. Θα συνέχιζε μεχρι τέλους. Μέχρι κάποιος κουλάκος να έρθει στο σπίτι του, να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του, να βίασει τη γυναίκα και την μικρή κόρη του και να κάψει το χωράφι του. Ζούσε στηριγμένος ολότελα στις δικές του δυνάμεις πια και έπαιζε το παιχνίδι με τους δικούς του όρους. Θα έφευγε απο αυτη ζωή, επομένως και με τον δικο του τρόπο, με τους δικούς του κανόνες. Και κανείς πάνω σε αυτόν τον γαμημένο κόσμο δεν θα είχε λόγο σε αυτό. Ούτε η αγαπητή γυναίκα του αλλα ούτε και η μικρη του κορη. Ειχε μάθει να ζεί αρμονικά με την ιδέα του θανάτου και δεν τον φόβιζε ιδιαίτερα πια. Παρόλαυτα δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον θάνατο του γιού του. Ειδικά απο χέρι κουλάκου.

 Όλα θα τελείωναν σήμερα. Με τον έναν η με τον άλλο τρόπο. Σηκώθηκε απο την ξύλινη καρέκλα στο μικρό υπόστεγο του σπιτιού του και κατευθύνθηκε προς το άλογο του, τη μοναδική κληρονομιά απο τον πατερα του και το μόνο ζώο που διέθετε. Είχε υπηρετήσει καλά την οικογένεια και σίγουρα δεν του άξιζε ένας βίαιος και άσχημος θάνατος. Χάιδεψε την κατάξανθη χαίτη του που αντακλούσε τις ακτίνες του ήλιου και καβαλίκεψε το περήφανο υποζύγιο. Με μια καμτσικιά ειχε ξεκινήσει να καλπάζει προς την πλατεία του χωριού, στην οποία θα συναντιόταν, με τους υπόλοιπους οικογενειάρχες της Επιτροπής. Όλα τα παράθυρα των σπιτιών ηταν κλειστά απο όπου περνούσε και ήλιος ειχε μολις ξεκινησει να ανατελει, πισω απο τις ραχες των επιβλητικών όρεων του Καυκασου.

 Μπορούσε να δεί τους υπόλοιπος μεσήλικες άνδρες και νεαρούς στην πλατεία αναστατωμένους να οπλίζουν τα γρήγορα τουφέκια τους νομίζοντας δικαιολογημένα λογω του πυκνού σύννεφου σκόνης που έιχε σηκώσει ο φρενήρης καλπασμός του αλόγου οτι ερχόταν ολόκληρη ομάδα Κουλάκων προς το μέρος τους. Καθώς πλησίασε όμως κατέβασαν χαμογελαστοί τα όπλα, ξεκαβαλίκεψαν και αγκάλιασαν αδερφικά τον σύντροφο τους ευχόμενοι για ακόμη μια φορά συλληπητήρια για την απώλεια του γιού του. Όπλισαν τα τουφέκια Μοσίν Ναγκνάτ και ζώστηκαν ζώνες με πυρομαχικά στο πλατύ στέρνο τους. Ανέβηκαν στα άλογα και αφου ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο καλή τύχη και καλό βόλι για το παράτολμο εγχείρημα τους, φώναξαν το πατροπαράδοτο σύνθημα της Οικογένειας. "Για τον Κομμουνισμό, για τη Μητέρα Ρωσία, για την Οικογένεια." Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν χαθεί σε ενα σύννεφο σκόνης καλπάζοντας δυτικά προς το χωριό Βορόβροβ, έδρα του μεγαλογαιοκτήμονα Κουλάκου, διαδόχου του  προκάτοχου του νεκρού Ιωσήφ. Καθώς κάλπαζε μαστιγώοντας το άλογο του για να πάει γρηγορότερα, ένιωσε ένα δακρυ να τρέχει στο μάγουλο του, ήταν μια υπερβολικά όμορφη μέρα για να πεθάνει, σκέφτηκε, κοιτάζοντας τον ήλιο που είχε ανατείλει πια πάνω απο τα Καυκάσια όρη. 

Επιτροπή Φτωχών ΑγροτώνWhere stories live. Discover now