Κεφάλαιο ΙΙΙ

9 0 0
                                    



Κτήματα του Ιωσήφ, κοντά στο Τόβροβ.

Ο απεστελμενος είχε φύγει αρκετή ώρα πριν αλλά προς το παρόν δεν είχαν κανένα σημάδι ζωής του, μόλις δυο από τους πολιτοφύλακες του χωρίου γύρω από τα κτήματα του Τζόσεφ οδήγησαν τον αγγελιοφόρο ώσπου χάθηκε πίσω από κάτι καλαμιές ενός έλους δίπλα από το οποίο περάσαν. Ο Δαβίδ ένιωθε αρκετά άβολα με την αργοπορία του νεαρού του οποίου ήταν και η πρώτη του αποστολή με την Επιτροπή Αγροτών. Καρδιακός φίλος του γιου του, Άρθουρ, και τίμιος αγρότης όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει, ήλπιζε να μην είχε πάθει κάτι στα χεριά των πολιτοφυλάκων. Εξάλλου, ο Ιωσήφ δεν είχε κανέναν ουσιαστικό λόγο να χαλάσει τις σχετικά καλές σχέσεις του με την Επιτροπή και το Ναρκομπροντ γενικότερα, σκέφτηκε ο Δαβίδ καθησυχάζοντας τον εαυτό του για την κατάσταση του νεαρού. Ο πατέρας του είχε πεθάνει στον Μεγάλο Πόλεμο από σφαίρα Γερμανών και έτσι η μητέρα του, είχε εμπιστευτεί στην Επιτροπή και ειδικά στον Δαβίδ, που γνώριζε τον πατέρα του προσωπικά, την επίβλεψη του νεαρού στις επιχειρήσεις των σοσιαλιστών αγροτών. Θα ένιωθε πραγματικά άσχημα να κάτι είχε συμβεί στον νεαρό, περισσότερο ίσως από την μητέρα του ίδιου.

Ξαφνικά είδαν ένα καβαλάρη, με μαύρη κουκούλα στο πρόσωπο να πλησιάζει τραβώντας από πίσω του, δεμένο στα χεριά τον απεσταλμένο της Επιτροπής. Ο Άρθουρ πήγε να κάνει ένα βήμα μπροστά αλλά ο Δαβίδ τέντωσε το χέρι του απαγορευτικά μπροστά του. Πίσω από τον μικρό λόφο ακολούθησαν τον μοναχικό καβαλάρη και άλλοι ιππείς από την πολιτοφυλακή του Τζόσεφ, οπλισμένοι με αυτόματα αλλά και τουφεκιά. Ο καβαλάρης που προπορευόταν με τον νεαρό μαζί του σταμάτησε απότομα να καλπάζει και κατέβηκε από το άλογο, βγάζοντας παράλληλα από μια θήκη στη σέλα του ένα μακρύ κοφτερό μαχαίρι. Η λεπίδα γυάλισε κάτω από τον δυνατό μεσημεριάτικο ήλιο καθώς έκανε νόημα κουνώντας την στον νεαρό απεσταλμένο να πλησιάσει. Εκείνος πλησίασε με αργά βήματα και όταν έφτασε σε αρκετά κοντινή απόσταση, ο άνδρας τραβώντας τον από τον γυακα τον γονάτισε στο καταπράσινο γρασίδι της κοιλάδας.«Εκπρόσωποι της Επιτροπής Φτωχών Αγροτών του Τοβρόβ...». Φώναξε ο άνδρας με μια ασυνήθιστα βάρια φωνή.«Ο Ιωσήφ με τον οποίο είχατε συμφωνήσει την παράδοση τροφίμων και εφοδίων για το τοπικό Ναρκομπροντ είναι νεκρός...» είπε κάνοντας μια παύση, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στα λογία του.«Ο νέος ηγέτης αυτής της γης δεν συμφωνεί με τις σοσιαλιστικές και κολλεκτιβιστικες πρακτικές σας. Η παρουσία σας στη γη του, είναι ιδιαίτερα ανεπιθύμητη για αυτόν, οι άνδρες σας που σκότωσαν και ατίμασαν τον αθώο αγρότη Γιούρι τις προάλλες δεν είναι καλοδεχούμενοι» είπε σε πιο σοβαρό τόνο αυτήν την φορά. Τα νέας λοιπόν είψαν διαδωθεί γρήγορα, αναλογίστηκε ο Δαβίδ αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του ο άγνωστος άνδρας σήκωσε ψηλά τη λεπίδα η οποία έλαμψε για ακόμη μια φορά κάτω από το δυνατό φως του ηλίου και έκοψε το κεφάλι του νεαρού απεσταλμένου. Φωνές ακουστήκαν από τη μεριά του Δαβίδ και των υπολοίπων αγροτών, μερικοί από τους οποίους σημάδεψαν τον άνδρα που αποχωρούσε πια καλπάζοντας αργά προς τη μεριά των υπολοίπων συντρόφων του. Ο Δαβίδ έκανε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα και απευθύνθηκε με δυνατή φωνή στον άνδρα που αποχωρούσε.


«Εάν ο νέος επικεφαλής σας είναι πραγματικός άνδρας, ας έρθει εδώ επιτόπου να αναμετρηθεί μαζί μου!»

Ο καβαλάρης γύρισε και έβγαλε την μαύρη κουκούλα που κάλυπτε το πρόσωπο του.«Τον έχεις μπροστά σου, Δαβίδ Χαρτουνιάν» είπε χαμογελώντας, και βλέποντας τον Δαβίδ εμφανώς έκπληκτο να μην αντιδρά, αποχώρησε μαζί με τους υπολοίπους.

Επιτροπή Φτωχών ΑγροτώνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα