Κεφάλαιο V

13 0 0
                                    


Περίχωρα Βορόβροβ...

Ο ήλιος έλαμπε πια δυνατά πάνω από τα κεφάλια τους καθώς βρίσκονταν στα χωράφια του, νέου μυστηριώδη μασκοφόρου κουλάκου του Βορόβροβ. To χρυσαφύ σιτάρι έλαμπε καθώς ο ήλιος αντανακλούσε σε όλη την έκταση του χωραφιού, στο οποίο βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή σκυμμένοι έχοντας αφήσει τα άλογα τους, πίσω από ένα μικρό λοφάκι. Είχαν συγκεντρωθεί περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά απο το Βορόβροβ, περίπου εικοσιπέντε άνδρες, όλοι οικογενειαρχες, πιστοι στην Επιτροπη και στον σκοπό τους εκείνη τη στιγμή, την εκδίκησης εκ μερους του συντροφου τους Δαυίδ Με το σιπωπηλό σύνθημα, τη σηκωμένη γροθιά του επικεφαλή της εμπροσθοφυλακής, όλοι ταυτοχρόνα φόρεσαν τις κατάμαυρες κουκούλες που είχαν ράψει για αυτούς οι γυναίκες τους, το προηγούμενο βράδυ, ένα βράδυ άπλετου πένθους για την οικογένεια του Δαυίδ Χαρουνιάν. Θα ανταπέδιδε τα δάκρυα που χύθηκαν με αίμα, με το αίμα όλου του χωριού αν χρειαζόταν, μωρών, παιδιών, εφήβων και ενηλίκων. Θα τους έσφαζαν όλους αν χρειαζοταν, αν αντιστέκονταν. Από τα καψαλισμένα ρούχα του νεκρού Άρθουρ είχαν διαπιστώσει πως είχε επιχειρήσει να κάψει τις σητείες των κουλάκων του Βορόβροβ, σε αντίποινα για την φριχτή δολοφονία του νεαρού συντρόφου και φίλου τους, περιμετρικά του χωριού, αλλά έγιναν προφανώς αντιληπτοί και κυνηγήθηκαν ανελέητα απο την πολιτοφυλακή του νέου αρχηγού του χωριού. Προχώρησαν αργά ανάμεσα απο τα ψηλά χόρτα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και εξολόθρευσαν αθόρυβα τους φρουρούς της πολιτοφυλακής περιμετρικα του χωριου, κόνβοντας τον λαιμό του καθενός απο αυτούς και αφήνοντας τα άψυχα και αιμόφυρτα σώματα τους να πέσουν μαλακά ανάμεσα στα σιτηρά που ήταν διακοσμημένα πια με κηλίδες αίματος. Έχοντας δέσει υφάσματα γύρω απο τα υποδήματα τους κινούνταν πειθαρχημένα και με απόλυτη ησυχία προς τις παρυφές του οικισμού. Μέσα σε λίγα λεπτά μπορούσαν να αντικρίνουν τα πρώτα σπίτια μου απείψχαν μόλις με μερικά δεκάδες μέτρα.

Ο Δαυίδ είχε διατάξει μερικούς απο τους καλύτερους σκοπευτές της ομάδας να εμποτίσουν τις σφαίρες τους με νιτρογλυκερίνη λίγο πριν αναχωρήσουν για το Βορόβροβ. Φτάνοντας λοιπόν κοντά στο χωριό, όπλισαν τα τουφέια τους και σημάδεψαν τα κοντινότερα αχυρένια σπίτια. Πυροβολώντας, η κάννη του τουφεκιού τους απελευθέρωσε μια λωρίδα φλόγας και μέσα σε λιγα δεύτερα τα σπίτια είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός. Φλεγόμενοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά άρχισαν να βγαίνουν τρέχοντας έξω αφήνοντας ουρλιαχτά απερίγραπτου πόνου και οδύνης καθώς καίγονταν ζωντανοί. «Μην τους πυροβολείτε αφήστε τους να πεθάουν αργά και βασανιστικά, μην τους προσφέρετε την πολυτέλεια ενός γρήγορου θανάτου!» φώναζε συνεχώς ο Δαυίδ καθώς είχε μόλις αρχίσει να εισπράττει τον βαρύ φόρο αίματος του. Οι υπόλοιποι άνδρες κινήθηκαν αριστερά και δεξιά αντίστοιχα περικυκλώνοντας το χωριό, καλυμμένοι πίσω απο βράχια, ξύλινα κασόνια, σπίτια αλλα και δένδρα. Σε λίγα λεπτά οι πρώτοι πολιτοφύλακες ειχαν φτάσει και σύντομα, αρκετοί πριν προλάβουν να οπλίσουν η να σημαδέψουν προσς την κατεύθυνση των αγροτών του Τόβροβ σωριάζονταν νεκροι καθώς και απο τα δυο μέτωπα ομοβροντίες πυροβολισμών τους είχαν καθηλώσει. Ένας ένας έπεφταν αιμόφυρτοι στο έδαφος, ειτε φλέγονταν, ενώ άλλοι προτιμούσαν να βγούν από την κάλυψη τους για να πυροβοληθούν, γλυτώνοντας τον ευατό τους απο το πύρινο μαρτύριο. Ο πύρινος κλοιός είχε ζώσει πια ολόκληρο το χωριό το οπόιο έιχε μετατραπεί σε  κόλαση καθως η φωτιά εξαπλωνόταν ταχύτατα σε όλη την έκταση του, δεδομένου οτι τα περισσότερα σπίτια αποτελούνταν κυρίως απο ξύλο. «Που ειναι ο αρχηγός σας, τώρα που τον χρειάζεστε; », σκέφτηκε ο Δαυίδ καθώς γάζωσε χωρίς δισταγμό με το ημιαυτόματο του, μια ολόκληρη οικογένεια καθως έβγαιναν απο το φλεγόμενο σπίτι τους. Σταδιακά οι άνδρες του, προχώρησαν μέσα στο χωριό, με πύρνιες γλώσσες φωτιάς να τους συνοδεύουν, βγάζοντας απο τις θήκες απο τα ζωνάρια του, ξυράφια, μαχαίρια, σφυριά, λεπίδες και οτι άλλο αιχμηρό είχαν βρέι να κουβαλήσουν, ξεκινώντας μια άνευ προηγουμένου σφαγή παιδιών, γυναικών, ηλικιωμένων αλλά και των εναπομείναντων μάχιμων πολιτοφυλάκων που έφεραν κάποια αντίσταση. Ο Δαυίδ προχωρούσε παρατηρώντας με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, το χάος και το φονικό που αυτός και η επιτροπή αγροτών του ειχε δημιουργήσει. Σταμάτησε στην πλατεία του οικισμόυ που ήταν πια όλη καλλυμένη με πτώματα. Σπάνια τα πόδια του πατούσαν πάνω σε χώμα πια. Επέβλεψε με μια φαινομενική απάθεια το μακελειό. Αφουγκράστηκε ουρλιαχτά τρόμου, αναφιλητά που διεκόπτονταν απότομα από κάποιο τουφέκι η μαχαίρι. Κάπου μέσα σε ένα σπίτι μια άκουσε δύο απο τους άνδρες του να βιάζουν μια νεαρή γυναίκα που δεν έπαυε να φωνάζει και να αντιστέκεται. Μόλις θα τελείωναν την δύσκολη δουλειά της ημέρας, το χωριό Βορόβροβ θα έιχε διαγραφεί από τον χάρτη, σκέφτηκε και χαμογέλασε ικανοποιημένος στον εαυτό του. 

Επιτροπή Φτωχών ΑγροτώνWhere stories live. Discover now