Κεφάλαιο ΙV

10 0 0
                                    



 Ήταν ξημερώματα όταν άκουσε δυνατούς χτύπους στην πόρτα του σπιτιού, τα βιαστικά βήματα της γυναικας του, το τρίξιμο του ξύλινου δαπέδου, και έπειτα τους σπαραγμούς της Ελένης καθώς και το κλάμα της μικρής Ιουλιάνας απο το δωμάτιο της. Σηκώθηκε και άρπαξε το περίστροφο του, στο πρώτο συρτάρι του κομοδίνου δίπλα στο κρεβάτι και έσπευσε προς την εξωτερική πόρτα. Είδε την Ελένη να χτυπάει νευρικά έναν ηλικειωμένο κύριο, ο οποίος κρατώντας το καπέλο στα χεριά του να είχε σκυφτό το κεφάλι του και δεν αντιδρούσε στα χτυπήματα της Έλεν. «Τι έγινε, Βλαδίμηρε; Ελένη, σε παρακαλώ πήγαινε να καθησυχάσεις τα παιδιά...» είπε και η Ελένη ξέσπασε σε έναν ακόμα δυνατωτερο θρήνο καθώς άρχισε να τρέχει προς στην κρεβατοκάμαρα, φωνάζοντας «Εσύ φταις! Εσύ και ο γαμημένος σου Κομμουνισμός φταίτε για όλα!». Στάθηκε απέναντι από τον Βλάδιμιρ και σήκωσε απαλά το κεφάλι του ηλικιωμένου άνδρα πλαισιώνοντας το στις μεγάλες του παλάμες.«Βλαδίμιρε, σε παρακαλώ μίλησε μου, φίλε μου... Τι συμβαίνει;» Τότε ήταν που παρατήρησε το ένα γνώριμο αιματοβαμμένο πτώμα δίπλα στο κατώφλι της πόρτας και άνδρες από την Επιτροπή να στέκονται παραδίπλα. Ήταν ο γιος του, ο Άρθουρ. Ένιωσε οργή και λύπη μέσα του να συγκρούονται σφοδρά και άρχισε να σφίγγει το κεφάλι του άνδρα στις παλάμες του. Χτύπησε με μια γροθιά τον γερο Βλάδιμιρ στο κεφάλι και γονάτισε δίπλα στο πτώμα του γιου του καθώς οι υπόλοιποι άνδρες έσπευσαν να σηκώσουν τον γερο Βλαδίμηρο από το έδαφος καθώς το αίμα έτρεχε ζεστό στο κρανίο του.«Μα πως; Ποιος; Πείτε μου τι στο διάολο έγινε!!!» άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει καθώς άδραξε τον ηλικιωμένο από τον γυακά του καθώ υπόλοιποι έσπευσαν να τραβήξουν τον Δαβίδ πίσω.

«Είδαμε ένα άλογο να προχωράει μόνο του, ο αναβάτης νεκρός είχε γυρει στο λαιμό του ζώου, ο νεαρός Ντιμίτροβ ήταν σε βραδινή βάρδια και μας ειδοποίησε. Σπεύσαμε αμέσως και... τότε διαπιστώσαμε ότι ήταν ο Άρθουρ, ακολούθησαν όμως κι άλλοι, νεκροί πανως σε άλογα που βάδιζαν αργά μονά τους στην πόλη, μες το μαύρο σκοτάδι. Ήταν ένα πραγματικά αλλόκοτο και τρομαχτικό θέαμα. Στην αρχή νομίσαμε ότι βλέπαμε φαντάσματα η ότι ήταν κάποιου είδους φάρσα- «Βλέπεις τον γιο μου νεκρό παλιόγερε και νομίζεις ότι πρόκειται για κάποιο αστείο;» φώναξε ο Δαβίδ και έκανε να τραβήξει το περίστροφο του αλλά οι υπόλοιποι τον αφόπλισαν ταχύτατα. Γύρισε απότομα προς τους υπολοίπους συντρόφους του, με δάκρυα στα μάτια αλλά με μία ασίγαστη και μανιασμένη φλόγα να λάμπει στα μάτια του.

«Ποιος; Απλά πείτε μου, ποιος;»

Επιτροπή Φτωχών ΑγροτώνWhere stories live. Discover now