Μερος 88

230 27 3
                                    



Με πλησίασε αργά.Τον παρακολούθησα να κάθεται πάλι στην καρέκλα μπροστά μου.Με κοίταξε με μάτια μισόκλειστα.


«Όλοι οι υπόλοιποι...ήταν απλά θύματα.»μίλησε αργά και σταθερά. «Βλέπεις, γλύκα...όταν προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο, αφαιρώντας ζωές...μετά σου ειναι αδύνατον να σταματήσεις. Γίνεται κάτι σαν εμμονή.» εγλειψε τον κυνόδοντά του σαν αν ήθελε να υπογραμμίσει τα λεγόμενά του.
«Η Βασιλεία...είχε όμορφο χαμόγελο...και απλά το έκανα ομορφότερο.»

Οι ώμοι μου σφιχτηκαν.Χαμήλωσα ξανά το κεφάλι μου, νιώθοντας κουρασμένη, αδύναμη να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο. Η αξιοπρέπειά μου είχε εξαφανιστεί,η λογική μου, χιλιοχτυπημενη αλύπητα, άφηνε τις τελευταίες της ανάσες στο έδαφος, που βγήκαν σαν ένα μικρό, νευρικό γέλιο στα χείλη μου.

«Α-αυτη είναι η γενναιοδωρία και η δικαιοσύνη για την οποία μιλούσες...;Που- χα,χα...»οι ώμοι μου έτρεμαν και κάτι με προειδοποίησε μέσα μου να σταματήσω αμέσως και να συνέλθω.Οσο πιο γρήγορα γινόταν.
«Πού είναι η γενναιοδωρία σου στο γεγονός ότι σκότωσες μια αθώα κοπέλα και άλλους αθώους, σε αυτό το παιχνιδάκι σου...;»



«Για τον ίδιο λόγο που δεν βρίσκεται εδώ, αυτή τη στιγμή, ο Θεός σου για να σε σώσει, Αμαλία...»

Τίναξα ξανά το κεφάλι μου για να αντικρυσω το αχνό, σαδιστικά ικανοποιημένο χαμόγελό του. Ναι, το ίδιο χαμόγελο είχαν όλοι οι βασιλείς του παρελθόντος πάνω σε αυτό τον πλανήτη, όταν αντικρυζαν το μεγαλείο του βασιλείου τους κάτω από τα πόδια τους, μετά από πολλά χρόνια μόχθου. Ζωές είχαν θυσιαστεί, αίμα είχε χυθεί, σπίτια είχαν καεί, ουρανοί είχαν σχιστεί στα δύο, για να δημιουργήσουν το δικό τους υπέροχο, δίκαιο κόσμο.

Ήταν το ίδιο χαμόγελο.Του απόλυτου κατακτητή.Με αυτό το χαμόγελο συνέχισε: «Ξέρεις τι μου είπε ο Σαλίμ εκείνη τη μέρα, Αμαλία...;»


Στο άκουσμα του ονόματος τον κοίταξα παρατημένη και ο νους μου χόρεψε με θολές εικόνες από τη φαντασία μου. Οι δυνάμεις μου εξαντλούνταν τώρα με ταχύ ρυθμό, πλέον ήταν δύσκολο να φέρω αντιρρήσεις,να εναντιωθω στα λεγόμενά του...

«Τη μερα πριν πεθάνει.»το βλέμμα του σαν να είχε σκουρυνει,πλέον έμοιαζαν με σκοτεινές τρύπες. «Την τελευταία φράση που επαναλάμβανε συνεχώς, πριν φύγω τρέχοντας. Πριν τον φορτώσουν πάνω στο φορείο σαν ψόφιο άλογο, πριν τον πετάξουν σε κάποια χωματερή ή τον κάνουν στάχτη και το πετάξουν στα σκουπίδια• γιατί δεν είχε συγγενείς να τον μαζέψουν και να του κάνουν μια κανονική κηδεία.»

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουWhere stories live. Discover now