3. Συνάντηση με ένα αγρίμι

358 70 158
                                    


Ο Ισίδωρος Διοφάντους συνήθιζε τις μέρες που είχε λίγο ελεύθερο χρόνο να τον απολαμβάνει κοντά στην μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσα. Η μάχιμη δικηγορία δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια. Στα πενηνταδύο του χρόνια είχε πλέον καταξιωθεί επαγγελματικά αλλά οι υποθέσεις του τον κυνηγούσαν πάντα με άγχος. Έτσι σήμερα που βρήκε την ευκαιρία, παρά το χειμωνιάτικο κρύο του Δεκέμβρη, έκανε τη βόλτα του στα βράχια της Πειραϊκής. Πήρε τις ανάσες του, απόλαυσε τα χρώματα του δειλινού και κίνησε προς το μέρος που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του.

Το σκοτάδι της νύχτας είχε πέσει για τα καλά και ο κόσμος είχε ήδη αραιώσει. Το μυαλό του ταξίδευε σε διάφορες σκέψεις που κόπηκαν ξαφνικά μαχαίρι. Στα λίγα μέτρα μπροστά του στα δεξιά σε ένα πλάτωμα στα βράχια, το βλέμμα του έπεσε σε ένα ανθρώπινο σώμα. Τάχυνε το βήμα του και έφτασε κοντά του. Το σώμα μιας κοπέλας ήταν πεσμένο στο πλάι. Ο Δικηγόρος έριξε μια ματιά γύρω του. Συνειδητοποίησε ότι ήταν απόλυτα μόνος. Έσκυψε με προσοχή πάνω στο σώμα της νεαρής γυναίκας. Ήταν ζωντανή, ανέπνεε εξασθενημένα. Σε μια πρώτη ματιά δεν είχε κάποιο εξωτερικό τραύμα, έδειχνε μάλλον να μην έχει καλή επαφή με το περιβάλλον. Έσκυψε πάνω της, την άγγιξε προσεκτικά. Της μίλησε. Η κοπέλα έδειχνε εμφανώς εξαντλημένη. Έβγαλε το μπουκαλάκι με το νερό που κουβαλούσε, την έβρεξε λίγο στο πρόσωπο. Εκείνη έδειξε να τρομάζει. Ο Ισίδωρος έβλεπε μπροστά στα μάτια του ένα πλάσμα που έμοιαζε περισσότερο με τρομαγμένο αγρίμι. Προσπάθησε να την καθησυχάσει με τα λόγια του και μάλλον το κατάφερε. Της έδωσε νερό να πιει. Εκείνη το τράβηξε απ το χέρι του με εμφανή βουλιμία και ήπιε λαίμαργα. Εξακολουθούσε να τον κοιτά επιφυλακτικά και να περιφέρει το βλέμμα της ολόγυρα.

"Ησύχασε, σε παρακαλώ ! Θέλεις βοήθεια ; τι σου συμβαίνει ;" την ρώτησε. Εκείνη τον κοίταζε ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα διαπεραστικό. Το πρόσωπό της δεν ήταν σε καλή κατάσταση όπως και τα ρούχα της επίσης.

"Να σε πάω σε κάποιο νοσοκομείο ;" της είπε, προκαλώντας την αντίδρασή της γεμάτη τρόμο.

"Εντάξει, εντάξει ! Ηρέμησε, μην φοβάσαι ! Όμως αν χρειάζεσαι βοήθεια ; δεν το ξέρουμε εμείς. Μόνο ένας γιατρός θα μπορούσε να...."

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει η κοπέλα έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Έδειχνε πιο ζωντανή αλλά το ίδιο φοβισμένη.

"Εντάξει, δεν θα πάμε πουθενά !" της είπε. Τον κοίταξε στα μάτια. Πρέπει να ήταν κοντά στα τριάντα αλλά έδειχνε σε ελεεινή κατάσταση.

ΕΛΟΥΑΖWhere stories live. Discover now