Μέρος Δεύτερο

39 8 5
                                    

«Μπαμπά!»

Η Κέλσι τινάζεται. Το κρεβάτι της είναι κρύο και το δέρμα της παγωμένο. Το στόμα της είναι ξερό και δεν μπορεί να καταλάβει τι την ξύπνησε. Περιμένει για λίγο ξαπλωμένη με την καρδιά της να χτυπάει μανιασμένα μέσα στο στήθος της, κι έπειτα ανακάθεται και φέρνει τα πόδια της στο πάτωμα. Τρέμει ολόκληρη κι έχει ένα πολύ κακό προαίσθημα. Νιώθει το φούτερ που φοράει να την πνίγει, αλλά κρυώνει πολύ για να το βγάλει κι ας έχει μπει το καλοκαίρι. Πιάνει το θερμός με το νερό από το πλάι του κρεβατιού της και κατεβάζει δυο γερές γουλιές. Και θα έπινε πολύ περισσότερο εάν δεν την έπνιγε στη μέση της τρίτης γουλιάς της η φωνή που, χωρίς να το έχει πάρει είδηση, την ξύπνησε πιο πριν.

«Τζέιντεν! Κέλσι;»

Η θρηνητική κραυγή της προκαλεί τρέμουλο, και με τρόμο συνειδητοποιεί πως είναι της αδελφής της. Όμως δεν έρχεται από την κρεβατοκάμαρά της, αλλά από την άλλη άκρη του σπιτιού· απ' έξω.

Σηκώνεται όρθια μέσα στον πανικό της χωρίς να φορέσει παπούτσια, και ξεχύνεται στον διάδρομο με την ψυχή στο στόμα. Πριν κουτρουβαλήσει στις σκάλες πιάνει με την άκρη του ματιού της το ρολόι στο τέλος του διαδρόμου, και βλέπει πως είναι τέσσερις και είκοσι. Η Αλίσα την άφησε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της μόλις μια ώρα πριν.

Όταν βγαίνει στο καθιστικό, πέφτει αμέσως επάνω στον Τζέιντεν. Παραπατάει προς την εξώπορτα μισόγυμνος, και την ανοίγει μόλις ακούγονται από τον πρώτο όροφο οι πανικόβλητες φωνές των γονιών τους.

Η Τζούντι ουρλιάζει τώρα κάτι ακατάληπτο με τη φωνή της να ψιλώνει και σπάει, και η Κέλσι νιώθει τα σωθικά της λες και κάποιος τα ξεσκίζει με μαχαίρι. Ο Τζέιντεν μπροστά της καθυστερεί λίγο στην πόρτα και είναι εμφανές ότι έχει μείνει εμβρόντητος εμπρός σ' αυτό που αντικρίζει, και βλέποντάς τον η Κέλσι καταβάλλεται από ακόμη μεγαλύτερο πανικό. Δακρύζει χωρίς να το καταλαβαίνει. Είναι έτοιμη να τον σπρώξει για να βγει εκείνη έξω, όμως ο Τζέιντεν συνέρχεται και τρέχει στην αυλή με την ίδια αγωνία.

Τότε μπορεί να δει την Τζούντι πεσμένη στο πέτρινο μονοπάτι της αυλής, και στην αρχή ανακουφίζεται γιατί νομίζει πως έχει απλώς χάσει την ισορροπία της. Έπειτα όμως ξεχωρίζει αίμα στον ένα της κρόταφο, στον λαιμό της, στα χέρια της και στις φτέρνες της, λες και κάποιος την έχει κόψει έτσι για να την βασανίσει. Κρίνοντας από το σημείο που την έχουν τραυματίσει στα πόδια, πίσω από τους αστραγάλους και λίγο πιο ψηλά από την φτέρνα, υπολογίζει πως θα της είναι σχεδόν αδύνατο να σηκωθεί για να σταθεί όρθια χωρίς να αιμορραγεί τρομακτικά και να υποφέρει.

Ποτέ για ΠάνταUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum