Κεφάλαιο 1

8.5K 431 13
                                    

-Αλίκηηηηη. Ξύπνα παιδί μου! Θα αργήσεις στο σχολείο.
-Καλά μαμά!
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έπλυνα το πρόσωπό μου, ντύθηκα και στάθηκα για μια στιγμή στο καθρέφτη. Είμαι η Αλίκη, ετών 17, μαθήτρια της Γ λυκείου και επισήμως αργοποριμένη την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
Τρώω στα γρήγορα το πρωινό μου και τρέχω γρήγορα να προλάβω τον αγιασμό.
Έχουν ξεκινήσει ήδη και η πόρτα είναι κλειδωμένη! Σκατά! Σκαρφαλώνω γρήγορα στα κάγκελα και μπαίνω μέσα. Πηγαίνω σιγά προς την πίσω αυλή και τρυπώνω στο τέλος της σειράς χωρίς να με προσέξουν οι καθηγητές.
-Άργησες πάλι! Μου λέει στο αυτί η Βιβή, μια από τις δύο κολλητές μου.
-Παρά κοιμήθηκα ρε. Τι να κάνω; της απαντάω με γλυκιά φωνούλα και την κοιτάζω με το κουταβίσιο μου βλέμμα!
-Αφού δεν σε κατάλαβαν πάλι καλά να λες, μου λέει η Πόπη, η δεύτερη κολλητή μου και με σκουντά απαλά.
Τότε αρχίζουμε να χαχανίζουμε και η κ. Πέτρου μας αγριοκοιτάζει.
Σταματάμε και κοιτάζουμε τον ιερέα που μας ραντίζει με τον βασιλικό.
Όταν τελειώνει μας φωνάζουν για να πάρουμε βιβλία. Ευτυχώς είμαστε και οι 3 στην ίδια τάξη μιας και η Βιβή λέγεται Χατζηπαύλου, η Πόπη Χατζηβασίλη και γω Χατζίδου. Στο γυμνάσιο μας έλεγαν κοροϊδευτικά οι 3 χατζη. Είμαστε φίλες από το δημοτικό και κυριολεκτικά αχώριστες. Το ίδιο και οι μητέρες μας.
-Πολλά βιβλία! Να δω πως θα τα κουβαλίσουμε; μας ρωτάει η Πόπη η τεμπέλα της παρέας.
-Εσύ μην μιλάς. Έχεις το μηχανάκι. Της απαντάει η Βιβή και η Πόπη της βγάζει την γλώσσα!
- Άντε κοριτσάρες πάω να αφήσω τα βιβλία και σε μία ώρα ραντεβού στην πλατεία για καφέ!
- ΟΚ Αλίκη! μου λένε και οι δύο.
Αφού χαιρετάω την μητέρα μου που έχει όρεξη για κουβεντούλα αφήνω τα βιβλία και ετοιμάζομαι να φύγω!
-Βρε πουλάκι μου! Κάτσε να διαβάσεις λίγο. Έχεις φροντιστήριο το απόγευμα.
- Τα έχω κάνει μαμά! Πάω στα κορίτσια. Φιλάκια της απατάω και κλείνω την πόρτα!
-Άντε ρε νούμερο! Μου φωνάζει η Πόπη που με περιμένει με το μηχανάκι έξω από το σπίτι μου.
Αφού συναντήσαμε την Βιβή πήγαμε στην αγαπημένη μας καφετέρια. Είναι πραγματικά σαν το σπίτι μας! Ξέρουμε τους πάντες εκεί. Από το αφεντικό, μέχρι και τον βοηθό σερβιτόρου.
-Επ! Κορίτσια! Τα συνηθησμένα; Μας ρωτάει ο Αλέξης.
-Ναι, Αλέξη μου! Και φέρε και την τράπουλα! Του απαντάει με νάζι η Πόπη.
-Αμέσως!
Ο Αλέξης είναι μεγάλο μανάρι. Είναι 3 χρόνια μεγαλύτερος μας, σπουδάζει ηλεκτρολόγος και δουλεύει σαν σερβιτόρος για να βγάλει τα έξοδά του. Είναι ξανθός με πράσινα μάτια,γυμνασμένος με απίστευτο κώλο!
-Αχ ναι Αλέξη μου! Λέει κοροϊδευτικά η Βιβή στην Πόπη και αρχίζουν να μαλώνουν!
-Εεεε! Σταματήστε! Φωνάζω και στις 2 αλλά δεν φαίνεται να με ακούν.
Η Πόπη γουστάρει τρελά τον Αλέξη αλλά εκείνος είναι πολύ γυναικάς!
-Σε αυτήν πες το ρε Αλίκη! Δεν καταλαβαίνει την καταστασή μου!
-Ναι είσαι του θανατά και δεν στο λέμε! Της λέει η Βιβή και αρχίζουν πάλι!
-Κόφτε τις μαλακίες αλλιώς θα πάω να πω στον Αλέξη οτι μαλώνεται για αυτόν!
-Ελα ρε Αλίκη! Το βούρλο να το καταλάβω αλλά εγώ; Εγώ δεν τον γουστάρω!
-Ναι, αλλά αυτός δεν το ξέρει! Της λέω με κακία και τσακωνόμαστε όλες μαζί!
Τότε έρχεται ο Αλέξης με την παραγγελεία μας και σταματάμε κάθε κουβέντα!
-Ααα δεν σας είπα ποιόν είδα σήμερα. Μόλις κατέβαινα της σκάλες στην πολυκατοικία μου είδα τον Θεμιστοκλή! Είπε η Πόπη και αρχίσανε να γελάνε με την Βιβή, ενώ εγώ τις κοίταζα θυμωμένα.
-Έλα ρε Αλίκη! Το παιδί είναι φυτό, πως το λένε! Δεν χρειάζεται να το υπερασπίζεσαι!
-Και γω φυτό είμαι ρε Βιβή! Τι σημαίνει αυτό; Οτι θα κάνετα πλάκα και με μένα;
-Έλα ρε! Εσύ είσαι κουλ απλά βγάζεις μεγάλους βαθμούς! Ο άλλος αμφιβάλω αν διαλέγει έστω και μόνος του τα εσώρουχά του! Μου λέει η Πόπη.
-Δεν είναι σωστό! Να σπάμε πλάκα με τα ψώνια και τους νταήδες του σχολείου ναι αλλά με τον Θεμιστοκλή όχι. Είναι απλά ένα παραξηγημένο παιδί. Τίποτε άλλο!
-Ρε Αλικάκι! Μπας και σου αρέσει; Για αυτό δεν θες να τον πειράζουμε; Με ρωτάει η Βιβή έχοντας σηκωμένο το ένα της φρύδι.
-Όχι Βιβή μου,απλά τον καταλαβαίνω! Είναι ένα παιδί που δεν μπορεί να μεγαλώσει. Έχει μεγάλη πίεση να αντιμετωπίσει και δεν μπορεί να αντιδράσει όπως εσύ και γω. Είναι αδύναμος. Και γω δεν τα βάζω ποτέ με αδύναμους.
Τότε και οι δύο με κοιτάξανε λυπημένες και προσπάθησαν να αλλάξουν θέμα.
-Θα τον βοηθήσω! Δήλωσα και στις δυό τους.
-Τι ενοείς με ρωτάει με απορρία η Πόπη ενώ η Βιβή έχε κοκαλώσει με αυτό που είπα.
-Θα τον βοηθήσω! Θα τον κάνω κουλ! Θα είναι η τελευταία μου καλή πράξη πριν την αποφοίτηση! Είπα με περιφάνεια!
-Πας καλά; Με ρωτάει η Βιβή γεμάτη έκπληξη.
-Πολύ καλά. Θα βοηθήσω ένα χαμένο παιδί. Που το κακό;
-Και πως θα το κάνεις αυτό ρε Αλίκη; Ρωτάει η Πόπη με δυσπιστία.
-Θα δεις! Της απαντάω με το χαμόγελο του νικητή!
-Και τα μαθήματα; Πως θα περάσεις ρε τούβλο; Με ρωτάει η Βιβή.
-Όλα μπορώ να τα κάνω! Της λέω με χαμόγελο!
-Αυτό είναι σίγουρο! Προβλέπεται τρομερή η φετινή χρονιά! Λέει με τρόμο η Πόπη και γελάμε.
Δεν μου αρέσει να μαλώνω με τα κορίτσια αλλά ο Θεμιστοκλής είναι απλά ένα πιεσμένο παιδί. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που ήρθε στο σχολείο. Είναι παιδί στρατιωτικών και αναγκάζεται να μετακομίζει συχνά. Πέρσυ τον Οκτώβρη μας ανακοίνωσαν οτι θα έρθει ένα καινούριο παιδί στην τάξη. Αμέσως λέγαμε με τα κορίτσια πως αμα είναι ωραίο παιδί θα έπρεπε οπωσδήποτε να το γνωρίσουμε. Τότε μπαίνει στη τάξη ένα ψηλό παιδί με πλούσια καστανόξανθα μαλλιά, πράσινα μάτια που καλύπτονταν από τα τεράστια γυαλιά που φορούσε, με σιδεράκια στα δόντια και ντύσιμο που δεν το κολάκευε καθόλου. Ένα πραγματικό χάλι. "Παιδιά από εδώ ο Θεμιστοκλής" μας πληροφόρισε η ξινή κ. Πέτρου. Εκείνος ήρθε και κάθησε στο διπλανό θρανίο. Τότε η κ. Πέτρου, για να τον κάνει να νιώσει άνετα πρότεινε να κάνουμε την επόμενη άσκηση σε ομάδες."Αλίκη μου θα κάτσεις με τον καινούριο μαθητή. Άσε και μια φορά τα κορίτσια να σκεφτούν!" είπε με ύφος και κάθησα δίπλα του, ενώ η Βιβή μου έκανε νόημα πως θα ακούσω δούλεμα μετά.
"Λοιπόν είμαι η Αλίκη, όχι πως έχει και πολύ σημασία, ξέρεις μαθηματικά ή θα κάνω την άσκηση μόνη μου;" τον ρώτησα με βαριεστημένο ύφος
"Βασικά...Έλεγα να την κάνω όλη μόνος μου αν δεν σε πειράζει." μου απάντησε ενω κοίταγε το πάτωμα.
"Λυπάμαι αλλά δεν μου αρέσει να κάνουν άλλοι τις δουλειές μου." Του είπα ενώ εκείνος συνέχισε να κοιτά το πάτωμα.
"Συγγμώμη.. Δεν...δεν ήθελα να σε προσβάλλω." μου απάντησε αγχωμένα, ενώ τα μάγουλά του σαν να είχαν κοκκινήσει.Ντράπηκε. Πρέπει να ήμουν πολύ απότομη μαζί του.
"Μην αγχώνεσαι! Δεν τρέχει και τίποτα. Κάνω εγώ το πρώτο σκέλος και συ το δεύτερο. Απλό!" Του είπα χαρίζοντας του ένα χαμόγελο. Δυστυχώς όμως αντί να τα φτιάξω τα πράγματα τα έκανα χειρότερα. Μετά από αυτό δεν με κοίταξε ούτε μια φορά. Μάλλον ντράπηκε πιο πολύ από όσο νόμιζα.
-Αλίκηηη!!!
Η φωνή της Πόπης με επαναφέρει στο σήμερα.
-Ναι!
-Που ταξιδεύεις; Μισή ώρα σε φωνάζουμε. Μου λέει η Βιβή κάπως θυμωμένα.
-Σόρρυ αλλά έχω μάθημα μετά και σκεφτόμουν αν τα έκανα όλα σωστά! Της απαντάω ψέματα! Δεν θέλω να ασχοληθώ άλλο με τον Θεμιστοκλή!
-Έλα ρε φυτούλη! Χαλάρωσε! Σε 6 μήνες τι θα κάνεις; Με ρωτάει παιχνιδιάρικα η Πόπη ενώ η Βιβή πίνει μια γουλιά από την σοκολάτα της.
- Μέχρι τότε βλέπουμε. Λοιπόν σας αφήνω γιατί έχω έκθεση σε λίγο και δεν θέλω να αργήσω πάλι!
Αφού της αποχαιρέτησα άρχισα να περπατάω προς το σπίτι. Σε όλη την διαδρομή σκεφτόμουν πως θα κάνω τον Θεμιστοκλή από σπασικλάκι- άνθρωπο! Πράγμα φοβερά δύσκολο. Όπως έμαθα από την Πόπη, δυο μέρες μετά από την άφηξή του στο σχολείο, ο Θεμιστοκλής είναι γιός στρατιωτικών τέταρτης γενιάς· δηλαδή ο προπαππούς του, ο παππούς του, ο μπαμπάς του αλλά και η μαμά του είναι στρατιωτικοί.Επιπλέον είναι μοναχοπαίδι, ενώ οι γονείς του είναι αρκετά αυστηροί και ιδιαίτερα η μητέρα του. Δεν είχε πολλους φίλους αλλά τον επισκέπτονταν κάθε σάββατο απόγευμα τρία αγόρια· πιο φυτά πεθαίνεις. Μένει δύο ορόφους πάνω από την Πόπη και τον πετυχένω όποτε πάω να μείνω σπίτι της.

Πάνω στην αφηριμάδα μου πέφτω πάνω σε κάποιον περαστικό.
-Ωχ χίλια συγνώμη! Δεν το... Οοο! Θεμιστοκλή! Χίλια συγγνώμη! Δεν σε πρόσεξα! Του είπα γεμάτη έκπληξη και ντροπή ταυτόχρονα.
- Δεν πειράζει Αλίκη. Θυμάσαι το όνομά μου; Με ρώτησε με έκπληξη.
- Φυσικά. Θυμάμαι τα ονόματα όλων των συμμαθητών μου. Του απάντησα.
-Ναι! Σωστά! Μου είπε κοιτάζοντας το πεζοδρόμιο.
-Δεν θέλω να σε στεναχωρίσω αλλά νομίζω οτι είμαι πιο ωραία από το πεζοδρόμιο. Του είπα με ειρωνία ενώ εκείνος σήκωσε το κεφάλι του απότομα.
-Εεεε. Ναι. Βασικά. Εγώ. Πρέπει να πάω κάπου. Γειά! Μου είπε φανερά ντροπιασμένα.

Το βράδυ δεν άργησε να έρθει και γω μίλαγα στο τηλέφωνο με τον μπαμπά μου. Είμαι παιδί χωρισμένων αλλά πολύ ώριμων γονιών. Ο πατέρας μου ζει στην Αμερική έχοντας μια πολύ διάσημη αλυσίδα εστιαστορίων ενώ η μητέρα μου εργάζεται ως κοινωνική λειτουργός. Μετά από 18 χρόνια γάμου και έχοντας κάνει δύο παιδιά αποφάσισαν πως θέλανε διαζύγιο. Φυσικά όταν μας το είπανε εγώ και ο αδερφός μου πέσαμε από τα σύννεφα αλλά μας διαβεβαίωσαν πως είναι για το καλό της οικογένειας. Τρείς μήνες μετά ο πατέρας μου εγκαταστάθηκε μόνιμα το Μαϊάμι και γω με τον Γιάννη, τον αδερφό μου μείναμε στην Ελλάδα με την μαμά! Μου λείπει πολύ ο μπαμπάς μου αλλά το καλοκαίρι θα πάω να τον δω.
Όσο για το λατρεμένο κωλόπαιδο που λέγεται Γιάννης μένει στην Αθήνα, σπουδάζοντας δοιήκηση επιχειρήσεων και μου λείπει φοβερά. Είναι 4 χρόνια μεγαλύτερος μου αλλά έχουμε πολύ καλή σχέση. Ήταν ο μόνος που με στήριξε όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου πως θέλω να σπουδάσω νομική·κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον πατέρα μου μιας και ήθελε να ασχοληθώ και γω με την οικογενειακή επιχείρηση όπως ο αδερφός μου. Τώρα βέβαια άρχισε να του αρέσει η επιλογή μου καθώς λέει πως θα μπορώ να βοηθάω τον Γιάννη στα νομικά θέματα. Άβυσσος η ψυχή του πατέρα!

Αφού κλείνω το τηλέφωνο, τρέχω προς το μπάνιο και κάνω ένα χαλαρό ντουζ. Όταν τελειώνω βάζω τις πυτζάμες μου και πάω προς το κρεβάτι. "Τι απαλό που είναι!" Σκέφτομαι και με πέρνει ο ύπνος.

ΟΧΙ ΠΙΑ ΣΠΑΣΙΚΛΑΣWhere stories live. Discover now