And so it begins...

90 7 7
                                    

      Περπατούσα προς το σπίτι μου. Συνήθως θα έστριβα δεξιά για να πάω από τον κεντρικό δρόμο αλλά σήμερα είπα να πάω ευθεία. Λίγα μέτρα παρακάτω υπήρχε ένα γωνιακό σπίτι που θύμιζε πολύ τα νεοκλασικά που υπήρχαν στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν εγκαταλελειμμένο εδώ και αρκετά χρόνια. Από τότε που ο πατέρας μου ήταν παιδί. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα από έξω ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές με γερές αλυσίδες. Καθώς προχωρούσα απ’εξω παρατήρησα με την άκρη του ματιού μου πως το ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Σταμάτησα να περπατάω και έστρεψα το σώμα μου προς το σπίτι. Πλησίασα αργά και παρατήρησα το εσωτερικό του. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο. Παντού σπασμένα έπιπλα, σκισμένα υφάσματα και στον τοίχο υπήρχαν σημάδια από κάτι που έμοιαζε με σκουριά...Τουλάχιστον ευχόμουν να ήταν αυτό. Η μυρωδιά κλεισούρας μου προκαλούσε ζαλάδα. Παραπάτησα. Ξαφνικά ένιωσα κάτι στο στήθος μου. Σαν κάτι να πάλλεται λες και ήταν κτύπος καρδιάς. Έπιασα το στήθος μου καθώς ένιωθα τον πόνο να δυναμώνει. Προσπάθησα να φωνάξω αλλά δεν έβγαινε φωνή από τα χείλη μου. Έπεσα κάτω και αμέσως έχασα τις αισθήσεις μου.

   

     Ένιωθα το σώμα μου βαρύ. Τα άκρα μου είχαν μουδιάσει. Όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Ένιωθα να χάνομαι ολοένα και πιο πολύ σε αυτή την άβυσσο. Ξαφνικά ένα χέρι  μου άγγιξε  το μάγουλο. Η ζεστασιά του μου έφερνε κάτι το γνώριμο. ‘’Άνοιξε τα μάτια σου παιδί μου’’, μου είπε μια γνώριμη φωνή και αυτή τη φορά με ευκολία άνοιξα τα μάτια μου. Προς έκπληξή μου, στεκόμουν όρθια.  Κοίταξα γύρω μου. Τα πάντα είχαν εξαφανιστεί. Δεν ήμουν πλέον στο δρόμο. Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν ένα μαύρο/μπλε φόντο να κινείται σαν την επιφάνεια της θάλασσας. Μπροστά μου βρισκόταν κάτι σαν μια μικρή πηγή. Και πίσω από την πηγή βρισκόταν μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά. Ήταν αρκετά ψηλή με μακριά μαύρα μαλλιά και σκούρο δέρμα και με δύο καταπράσινα μάτια σαν σμαράγδια. ‘’Τι μου συνέβη; Που είμαι; Ποια είστε;’’ Την ρώτησα και εκείνη χαμογέλασε.  ‘’Βρίσκεσαι μέσα σε όνειρο. Αλλά μπορείς να διακρίνεις τι είναι αληθινό και τι όχι.’’  Τα λόγια της με φόβιζαν αλλά δεν μου φαινόντουσαν εντελώς παρανοϊκά.

     Με μια ανάλαφρη κίνηση ακούμπησε με το χέρι της την πηγή.  Το νερό αναδύθηκε σε έναν μικρό στρόβιλο σχηματίζοντας την εικόνα μιας κοπέλας. Στην αρχή δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηρίστηκα της καλά, αλλά μετά από λίγο μπορούσαν να δω ότι ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα και είχε δυο μεγάλα καστανά μάτια. ‘’Τι στο...ποια είναι αυτή...;’’ ‘’Αυτή είναι η Έιρ. Είναι μια μακρινή πρόγονος σου. Έφυγε από τη ζωή πολύ νέα...και ένα κομμάτι της ψυχής της ζει μέσα σου.’’  Με τα λόγια αυτά, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Τι τρελά πράγματα ήταν αυτά. Δεν γίνεται να είναι αλήθεια...’’Ξέρω πολύ καλά τι σκέφτεσαι. Ότι όλα αυτά είναι ψέματα ή απλά ένα όνειρο. Όμως μπορώ να σου αποδείξω ότι είναι αλήθεια.’’  Με μια ακόμα κίνηση το νερό αναδύθηκε ξανά και αυτή τη φορά σχημίστηκε η εικόνα ενός δάσους. Από την εικόνα έμοιαζε σαν να ήταν νύχτα. Ξαφνικά εμφανίστηκε μια φιγούρα που κινούνταν γρήγορα. Μερικά δευτερόλεπτα μετά, μπορούσα να διακρίνω πως η φιγούρα ήταν μια κοπέλα. ‘’Δεν είναι δυνατόν...Το όνειρο που είχα δει τις προάλλες...’’ ήταν το ίδιο όνειρο που είχα δει και τάραξε τον ύπνο μου. Μια κοπέλα που έτρεχε στο δάσος, ντυμένη στα λευκά και με μια μεγάλη κηλίδα αίματος στο στήθος της. ‘’Αυτές είναι μερικές στιγμές πριν ξεψυχήσει μέσα στην λίμνη. Την πρόδωσαν και δεν κατάφερε να εκπληρώσει αυτό που ήθελε να κάνει...Για αυτό βρίσκεσαι εσύ εδώ...’’ ‘’Σταμάτα! Δεν θέλω να ακούσω άλλο!’’ ένιωθα την καρδιά μου να πάει να σπάσει και τα πόδια μου έτρεμαν. Με το ένα χέρι κρατούσα το στήθος μου, το οποίο είχε αρχίσει να με πονάει με το άκουσμα της ιστορίας. ‘’Εγώ δεν έχω καμία σχέση με την κοπέλα...την Έιρ ή όπως στο καλό τη λένε!’’ ‘’ Και όμως έχεις πιο πολύ από ότι φαντάζεσαι. Ήδη έχεις ανακαλύψει κάποια από τα χαρίσματα που είχε και εκείνη. Γνωρίζεις αρκετά για τα βότανα και τους κρυστάλλους και τα όνειρά σου είναι όλα προφητικά. Μπορείς να αισθανθείς το κακό πολύ πριν το αισθανθούν οι άλλοι...Κάτι το οποίο μπορούσε να κάνει και εκείνη.’’ ‘’Χαζομάρες...αυτά μπορεί να τα έχει ο καθένας...γιατί να είμαι εγώ κάτι το ξεχωριστό...’’ Η κοπέλα χαμογέλασε και σήκωσε και τα δύο χέρια της στο ύψος των ώμων της. Ψέλλισε κάτι σε μια γλώσσα που ενώ την άκουγα για πρώτη φορά, μου φαινόταν οικεία...’’Σιγά σιγά θα ξυπνήσεις...και θα καταλάβεις το λόγο για τον οποίο βρέθηκες εδώ...Να προσέχεις τους ανθρώπους γύρω σου. Δεν έρχονται όλοι πάντα με καλές προθέσεις...’’ Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια και πριν εξαφανιστεί, ήρθε κοντά μου και με φίλησε στο μέτωπο. Έκλεισα τα μάτια μου και αμέσως ένιωσα κάτι να με τραβάει προς τα πίσω.

Περιπλανώμενη στο ΌνειροWhere stories live. Discover now