Τι έγινε ρε παιδιά...;

76 5 4
                                    

Τρέχαμε για αρκετή ώρα, μέχρι που σταμάτησα να πάρω μια ανάσα. Η εξάντληση από την χτεσινή μου περιπέτεια δεν είχε φύγει. Ένιωθα να ζεσταίνομαι και ξεκούμπωσα την καπαρντίνα μου. Ο Λούκας στεκόταν και με κοιτούσε. ‘’ Το πιστεύεις ότι δεν είχα προσέξει πως φορούσες φούστα τόση ώρα;’’ Γέλασα, ‘’ Αυτή η παρατηρητικότητα σου αφήνει κόσμο άφωνο’’. Αμέσως έσκυψε, μαζεύοντας μια χούφτα χιόνι και την πέταξε προς την κατεύθυνσή μου.  Σε κλάσματα δευτερολέπτου έστρεψα προς τη δεξιά μεριά και  δεν με πέτυχε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αρχίσαμε πάλι το κινηγυτό. Με μόνη διαφορά ότι τώρα ο Λούκας με κινηγούσε. Η ανάσα μου κοβόταν καθώς προσπαθούσα να μην γελάω και να τρέχω ταυτόχρονα.  Σε μια στιγμή, πάτησα πάνω σε μια μικρή, παγωμένη λιμνούλα και γλύστρησα. Έπεσα κάτω ατσούμπαλα και αμέσως έβαλα τα γέλια. ‘’Είσαι καλά;!’’ Άκουσα τον Λούκας να τρέχει προς τα εμένα έντρομος. Γύρισα ανάσκελα ενώ συνέχιζα να γελάω. ‘’Καλά είμαι, εξάλλου ήταν αναμενώμενη η τούμπα αργά ή γρήγορα.’’ Όσο και να προσπαθούσε να κρατήσει σοβαρό ύφος δεν άντεξε και γέλασε. Σε λίγο όμως μάζεψε τα χέρια του, το ένα στην μέση και με το άλλο κρατούσε το σαγόνι του. ‘’ Έτσι όπως σε βλέπω στο χιόνι και με το κόκκινο μαλλί μου ήρθε ιδέα για μια φωτογράφιση.’’ Τον στραβοκοίταξα. ‘’Φωτογράφιση; Πώς και σου ήρθε τέτοια ιδέα;’’ Τον ρώτησα. ‘’Α, ναι. Ξέχασα να αναφέρω αυτό που έχω σπουδάσει. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχουμε πάει ακόμα για αυτόν τον καφέ.’’ Με βοήθησε να σηκωθώ και  να στρώσω τα ρούχα μου. Ήταν πάρα πολύ ευγενικός μαζί μου και δεν είχα συνηθίσει έτσι.

          Καθώς προχωρούσαμε σταμάτησε και άπλωσε το χέρι του. ‘’Επειδή λίγο πιο κάτω γλιστράει και για να μην έχουμε τα ίδια...’’ είπε κάπως σιγανά. Τον κοίταξα και πρόσεξα πως τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει ελάχιστα.  Αμέσως σκέφτηκα τι θα έλεγαν τα κορίτσια... «’’Άντε ακόμα!! Περιμένει το παιδί!’’» Ήταν σαν να τις ακούω...Άπλωσα το χέρι μου και κράτησα το χέρι του Λούκας, ενώ κοιτούσα κάτω. Ήμασταν σαν εικόνα από κάτι ταινίες , ρομαντικές κομεντί που δεν τις άντεχα καθόλου.Προχωρούσαμε πιο αργά αυτή τη φορά και παρατηρούσαμε το τοπίο. Η αμηχανία φαινόταν αρκετά και στους δυο μας. Για αυτό δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες μέχρι να φτάσουμε στο καφέ που βρισκόταν λίγο πιο κάτω, από εκεί που ήμασταν. Τόσο καιρό έκανα βόλτες σ το Θησείο, αλλά ποτέ μου δεν είχα παρατηρήσει το συγκεκριμένο μέρος.  Το εξωτερικό του  θύμιζε νεοκλασικό σπίτι. Αν το κοιτούσε κανείς από έξω νόμιζε ότι ήταν πολύ μικρό. Όμως, όταν μπήκαμε μέσα είδα έναν αρκετά μεγάλο, εσωτερικό κήπο, με πολλά ξύλινα τραπεζάκια και καρέκλες. Πραγματικά ήταν κάτι το διαφορετικό. Τριγύρω υπήρχαν διάφορες μικρές και μεγάλες γλάστρες με διάφορα φυτά ή και δεντράκια.  Στη μέση του κήπου ήταν ένα μεγάλο δέντρο.  Τα φύλλα του θύμιζαν ιτιά αλλά δεν παίρνω και όρκο.  Κοίταξα απάνω και παρατήρησα πως η οροφή ήταν από τζάμι. Και κάτω από το τζάμι υπήρχαν ειδικά κοντάρια, το ένα πιο χαμηλά από το άλλο. Σε αυτά ήταν κρεμασμένα με αλυσίδες, γυάλινα φαναράκια στα οποία μέσα υπήρχαν κεριά. ‘’Αυτά το βράδυ  πρέπει να δείχνουν υπέροχα αν τα ανάβουν...’’ Ο Λούκας γέλασε και προχώρησε σε ένα τραπεζάκι κοντά στο δέντρο. Τον ακολούθησα μετά από ένα λεπτό και έκατσα απέναντι του.

Περιπλανώμενη στο ΌνειροWhere stories live. Discover now