Έκπληξη στο χιόνι.

100 9 3
  • Dedicated to Antigone K. Frost
                                    

   Η ώρα είχε πάει ήδη έντεκα. Οι γονείς μου είχαν πέσει για ύπνο ενώ ο Μάθιου και η Άννα είχαν γυρίσει στο σπίτι τους. Καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζα τα ρούχα που μου είχε βρει η Άννα για αύριο.  Δεν κατάλαβα γιατί τόση αγωνία για την αυριανή μου έξοδο. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα κάπως περίεργα. Πρώτη φορά θα έβγαινα με κάποιον τον οποίο είχα γνωρίσει την προηγούμενη ημέρα. 

    Τα ρούχα που μου είχε βρει η Άννα ήταν κρεμασμένα στα χερούλια της ντουλάπας μου. Μια μαύρη, βελούδινη, μεσαιωνικού τύπου μπλούζα. Κάτω από το μπούστο, στην περιοχή του στομαχιού, έχει μια μοβ κορδέλα δεμένη χιαστί.  Δίπλα ήταν κρεμασμένη η αγαπημένη μου  και μοναδική φούστα. Ήταν και αυτή μαύρη, μακριά σε σχεδόν ίσια γραμμή. Τη συγκεκριμένη φούστα τη φορούσα πάντα με ένα  μαύρο κολάν. Αναρωτιέμαι ποιο από τα φυλαχτά μου να βάλω... Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και καθώς έβγαινα από το δωμάτιο μου, πήρα μαζί μου και μια ζακέτα.

    Προχώρησα προς το σαλόνι. Ο χώρος χωριζόταν με μια νοητή γραμμή στο καθιστικό, που το έβλεπες με το που άνοιγες την εξώπορτα και την τραπεζαρία που βρισκόταν αριστερά στο βάθος. Θυμάμαι η μητέρα μου έλεγε, πως θα έκλεινε την τραπεζαρία με τοίχο για να φτιάξουν δωμάτιο για εμένα. Αυτό βέβαια αν ο αδερφός μου έμενε ακόμα στο σπίτι. Για καλή μου τύχη όμως, είχε μετακομίσει εδώ και δύο χρόνια, οπότε το δωμάτιο έμεινε σε εμένα.  Κοίταξα γύρω στο σαλόνι και πρόσεξα πως τα φώτα του δέντρου ήταν ακόμα ανοιχτά. Παρόλο που το δέντρο το είχαμε στολίσει ένα μήνα πριν, δεν με κούραζε ποτέ η θέα του. Κατευθύνθηκα προς το παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες. Κοίταξα απ’εξω και πρόσεξα πως είχε αρχίσει να χιονίζει. Φόρεσα τη ζακέτα μου γρήγορα γρήγορα και βγήκα στο μπαλκόνι.

    Ησυχία Ηρεμία. Οι νύχτες του χειμώνα πάντα μου έφερναν μια ανακούφιση. Ειδικά όταν έκανε κρύο. Το χιόνι ήταν αρκετά πυκνό ώστε να το στρώσει. Πλησίασα την κουπαστή και τεντώθηκα, απλώνοντας το χέρι μου προσπαθώντας να πιάσω μια χιονονιφάδα. Ήταν τόσο απαλή και συνάμα παγωμένη.  Έκατσα αρκετή ώρα να χαζεύω το χιόνι, τα χριστουγεννιάτικα φώτα στα μπαλκόνια, από τα σπίτια της γειτονιάς.  Η νυχτερινή, χειμωνιάτικη Αθήνα μου θυμίζει κάτι από παραμύθι.  Οι σκέψεις μου με ταξίδευαν τόσο, ώστε να ξεχάσω ότι έκανε κρύο. Και πάνω που ετοιμαζόμουν να πάω στο κρεβάτι μου, άκουσα κλάμα από κάποιο ζώο. Και για την ακρίβεια, κλάμα από μωρό γάτας. Κοίταξα γρήγορα κάτω στον δρόμο. Κοντά στην κολόνα της ΔΕΗ που ήταν στην γωνία υπήρχε μια κούτα. 

Περιπλανώμενη στο ΌνειροWhere stories live. Discover now