Ραντεβού (;)

77 8 4
                                    

      Ούτε θυμάμαι τι ώρα είχε πάει όταν αποκοιμήθηκα, ούτε τι ώρα ήταν μόλις ξύπνησα. Πάντως είχα ξυπνήσει με τον πιο γλυκό και πρωτόγνωρο τρόπο. Οι τρεις νέοι μου φίλοι είχαν, από ότι φαίνεται ξυπνήσει πριν από εμένα και είχαν ανέβει απάνω στο κρεβάτι. Το ένα ήταν πάνω στο στομάχι μου και έπαιζε με την κουβέρτα, το άλλο ήταν ανάμεσα στα πόδια μου και κοιτούσε τριγύρω. Το τρίτο και το πιο μικρόσωμο καθόταν δίπλα στο κεφάλι μου κουλουριασμένο και με κοιτούσε. Σηκώθηκα προσεκτικά να μην τα τρομάξω αλλά και για να μην πέσουν και τα δύο κύλησαν κάτω στα πόδια του κρεβατιού. Κουνούσαν σιγά σιγά και ατσούμπαλα τα ποδαράκια τους , προσπαθώντας να φτάσουν κοντά μου. Το ένα που καθόταν δίπλα μου άρχισε να τρίβει το κεφαλάκι του στο χέρι μου. Ήταν ένα ευχάριστο γαργαλητό μπορώ να πω, το οποίο θα συνήθιζα αργότερα. 

  Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια για να ανοίξω τα παράθυρα. Έκανε περισσότερο κρύο και όλος ο δρόμος ήταν χιονισμένος. Έσπρωξα την κουρτίνα στο πλάι για να μπορώ να δω καλύτερα. Ήταν από τις λίγες φορές που χιόνιζε στην Αθήνα και έδινε μια αίσθηση, σαν να βρισκόσουν κάπου στο εξωτερικό, βόρεια. Τεντώθηκα, χασμουρήθηκα και σιγά σιγά προχώρησα προς την κουζίνα. Προς έκπληξή μου τα γατάκια με ακολουθούσαν. Ίσως επειδή τα έσωσα; Ίσως επειδή τους έδωσα να φάνε; Δεν ξέρω αλλά δεν έκατσα να το ψάξω περαιτέρω. Εμένα πάντως με χαροποιούσε. Κοίταξα το ρολόι και ήταν μόλις εφτά το πρωί. ‘’ Μα καλά...Σάββατο και σηκώθηκα τέτοια ώρα...; Περίεργα πράγματα...’’ είπα και έκανα να φτιάξω καφέ. Μετά από δύο λεπτά άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα. Σε λίγο είδα την μητέρα μου να με κοιτάει κάπως έκπληκτη. ‘’Σώπα καλέ φάντασμα. Και ότι ερχόμουν να σε σηκώσω.’’ Μου είπε και γέλασε. Την κοίταξα παραξενεμένα και απόρησα. ‘’ Γιατί ρε μάνα; Σαββατιάτικα; Δεν έχω να κάνω κάτι...ή έχω...;’’ ‘’ Βρε ξεμαλλιασμένο αλλά και ξεμυαλισμένο σήμερα δεν θα βγεις βόλτα με τον καινούριο σου φίλο τον Λούκας; Σε τόση φασαρία μπήκε η Άννα να σου βρει τι να βάλεις και το ξέχασες;’’ Ωχ! Αυτό το είχα ξεχάσει τελείως! Αν δεν ήταν τα παιδιά ή ο Μάθιου με την Άννα, δεν έβγαινα με κάποιον άλλον συνήθως και το είχα ξεχάσει τελείως.

   Έτρεξα στο δωμάτιό μου και άρχισα να ντύνομαι όπως όπως. Ευτυχώς ο πατέρας μου είχε φύγει ήδη για τη δουλειά του οπότε δεν θα τον ενοχλούσε ο άσπρος σίφουνας που περιπλανιόταν στο σπίτι. Καθώς είχα ντυθεί και έψαχνα τις αρβύλες μου χτύπησε το κινητό μου. Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο και έπιασα το κινητό. Ήταν ο Λούκας. Αμέσως ένιωσα τους παλμούς μου να ανεβαίνουν και χωρίς να το καταλάβω έβγαλα μια γελοία κραυγή βοήθειας και άκουσα την μάνα μου να γελάει. Πήρα μια βαθιά ανάσα να ηρεμήσω και απάντησα. ‘’Παρακαλώ;’’ ‘’Πες μου ότι δεν βρήκες σε καμιά πόρτα αυτή τη φορά που σε πήρα τηλέφωνο;’’ Είπε καθώς προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του. Δεν κρατήθηκα και γέλασα. ‘’ Όχι, όχι, μπορώ να πω ότι είμαι όρθια...ακόμα.’’ του είπα και εκείνος γέλασε. ‘’Είπα να σε πάρω τηλέφωνο για να σε ξυπνήσω αλλά από ότι φαίνεται δεν χρειάστηκε. ‘’ είπε κάπως παραπονεμένα και απάντησα αμέσως σαν να προσπαθούσα να δικαιολογηθώ. ‘’Όχι δεν πειράζει καλά έκανες! Να σου πω την αλήθεια και εγώ απόρησα που ξύπνησα τόσο νωρίς.’’ ΄΄Ίσως ήταν από την ανυπομονησία που θα βγούμε σήμερα;’’ Μου αποκρίθηκε θέλοντας να με πειράξει και αμέσως έχασα τα λόγια μου. Τι στο καλό μου συμβαίνει; Και με τα παιδιά το είχαμε πει αμέτρητες φορές αυτό αλλά δεν έκανα έτσι. ‘’Ε...δεν...ερμ’’ είδα τη μάνα μου να κάνει νόημα ότι είχα κοκκινίσει και αμέσως έπιασα το ένα από τα μάγουλά μου. Έκαιγε σαν να είχα πυρετό. Ο Λούκας ξερόβηξε και αμέσως απάντησε. ‘’Θες να μου πεις τη διεύθυνση για να έρθω να σε πάρω με το αμάξι; Ξέρω πάντως ότι μένουμε κοντά.΄΄ Είπε. Δεν μου άρεσε και τόσο πολύ η ιδέα του αμαξιού και αμέσως του απάντησα. ‘’Τι θα έλεγες να πάμε με το Μετρό και τον Ηλεκτρονικό; Το προτιμώ από το αμάξι.΄΄. Χωρίς να διστάσει συμφωνήσαμε και μπορούσα να καταλάβω από τη φωνή του ότι χαμογελούσε. ‘’ Θα είμαι στον Άγιο Αντώνη κατά τις εννιά, ή θες πιο μετά για να ετοιμαστείς;’’ Είπε παιχνιδιάρικα. ‘’ Α, μπα. Θα είμαι έτοιμη! Θα τα πούμε στις εννιά στον Άγιο Αντώνη!’’ του είπα και το κλείσαμε.

Περιπλανώμενη στο ΌνειροWhere stories live. Discover now