Κεφάλαιο πρώτο - Τα τρία καλά της μοίρας μου

152 11 7
  • Dedicated to Antigone K. Frost
                                    

   "Ίρινα...Ίρινα ξύπνα..." άκουσα μια  φωνή να με καλή μέσα από τα βάθη του νεφελώματος. "Σήκω κορίτσι μου θα αργήσεις...". Η φωνή ήταν γαλήνια και γλυκιά. Ήταν η φωνή της μητέρας μου."Ξύπνα γιατί θα σε περιμένουν τα παιδιά και θα σε κυνηγάνε" είπε καθώς γέλασε θέλοντας να με πειράξει ώστε να με παρακινήσει να σηκωθώ. Άνοιξα τα μάτια μου γρήγορα σαν να με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω που βρισκόμουν. Ήμουν στο δωμάτιο μου. Το φως του Ήλιου μου βάραινε τα μάτια, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο μέσα από τις μοβ κουρτίνες μου. Ανακάθισα στο κρεβάτι μου και κοίταξα γύρω μου στο δωμάτιο. Για κάποιο περίεργο λόγο το μοβ/μπλε χρώμα στους τοίχους με ηρεμούσε. "Τι πένθιμο χρώμα. Σαν τη μεγάλη Παρασκευή είναι εδώ μέσα." έλεγε συχνά ο αδερφός μου για να με πειράξει και εγώ απλά τον αγνοούσα. Και όμως μόνο πένθιμο δεν ήταν για εμένα. Μου έβγαζε κάτι το μυστικιστικό, κάτι το φανταστικό. Στη δεξιά κολόνα κοντά στο προσκέφαλο του κρεβατιού είχα σχεδιάσει μια σύνθεση από μαύρα λουλούδια κατά ύψος της κολόνας. Τα ίδια λουλούδια είχα κάνει και στις πόρτες της τουλάπας μου.

   Τεντώθηκα βαριεστημένα ενώ χασμουριόμουν και σηκώθηκα από το κρεβάτι λες και ήταν καταναγκαστικό έργο. Προχώρησα προς το γραφείο μου και κοίταξα το κινητό μου. Ήταν εξέμεση το πρωί και έπρεπε να ετοιμαστώ για να πάω στη σχολή. Άρχισα να ντύνομαι. Ένα μαύρο  μπλουζάκι με ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, μαύρο κάργκο παντελόνι, τις αρβύλες μου και ήμουν έτοιμη. Άνοιξα το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο και αμέσως το χειμωνιάτικο πρωινό αεράκι μου έφερε ένα ρίγος. Προχώρησα προς τη συρταριέρα μου όπου είχα τοποθετημένα  τα φυλαχτά μου. Το ένα ήταν μια τρικουέρτα που μου την είχε φέρει ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο δώρο και το άλλο μια φεγγαρόπετρα τυλιγμένη με ένα μπλε κερομένο σπάγκο. Θα έλεγε κανείς ότι έσπαγε τη μονοτονία του μαύρου χρώματος απάνω μου. Κοίταξα στον καθρέφτη και παρατήρησα ότι ήμουν λίγο πιο χλωμή από ότι συνήθως. Μήπως έφταιγε το όνειρο που είδα; Μήπως οι λίγες ώρες ύπνου; Ανασήκωσα τους ώμους μου αδιαφορώντας και έφτιαξα την τσάντα μου. Φόρεσα την δερμάτινη μακριά καπαρντίνα μου και μετά φόρεσα και την τσάντα.

     Ήταν ένα πρωινό Παρασκευής και είχαμε πρωί μάθημα. Πόσο κουραστική ήταν η εναλλαγή από απογευματινό μάθημα σε πρωινό. Το μόνο που μου άρεσε ήταν ότι θα είχα χρόνο μετά για να βγω με τα παιδιά. Ίσως ήταν και ο μόνος λόγος που συνέχιζα τη σχολή. Η λύτρωση από την καθημερινή μου ρουτίνα. Η Νόλγουε, η Μέριαν και ο Μπιλ. Τα τρία καλά της μοίρας μου όπως τους αποκαλούσα. Δεν είχα και άδικο. Από τότε που τους γνώρισα μόνο καλά έχω να θυμάμαι κάθε φορά που περνάμε χρόνο μαζί.  Ειδικά με τη Νόλγουε γιατί την γνώρισα ένα χρόνο πριν γνωρίσω την Μέριαν και τον Μπιλ.  Είμαστε όντως ο ένας η συνέχεια του άλλου. Ταιριάζαμε και οι τέσσερις στα πάντα. Από τον τρόπο ντυσίματος και μουσικής μέχρι τον τρόπο σκέψης και στην αίσθηση του χιούμορ. Αυτό που έκανε πιο ζηλευτή θα έλεγε κανείς την παρέα μας είναι ότι με ένα βλέμμα καταλαβαίναμε αμέσως αν κάποιος από εμάς δεν ήταν καλά. " Έλα ξέρασέ τα όλα τι παίχτηκε;" ήταν η σίγουρη πρόταση που έλεγε ο καθένας μας όταν κάποιος ήταν χάλια και δεν το έδειχνε.  Χτένισα τα μαλλιά μου και βγήκα από το δωμάτιο μου. Καλημέρισα την μάνα μου και βγήκα από το σπίτι

       Φόρεσα τα ακουστικά μου για να ακούσω μουσική. Ήταν μια συνήθεια την οποία την είχα από τα δέκα μου όταν ο πατέρας μου, μου πήρε το τότε walkman. Δεν μπορούσα να κάνω χωρίς μουσική. Καθώς προχωρούσα προς το μετρό, άρχισε να παίζει το αγαπημένο μου κομμάτι. Λέγεται Lemuria από την μπάντα Therion. Αυτό το κομμάτι πάντα θα κατάφερνε να με κάνει να σιγοτραγουδήσω... "When the sail man is sailing away, he shows that the dream of Lemuria is  true..." "Ίρινα!!" μια φωνή διέκοψε το μουρμουρητό μου. Γυρίζω το κεφάλι μου προς τα δεξιά από όπου ερχόταν η φωνή, για να δω τη φιγούρα της Μέριαν να τρέχει κατά πάνω μου μες την τρελή χαρά. Αυτός το κορίτσι ήταν η χαρά της ζωής κάθε πρωί. Πράγμα που έκανε εμάς τους υπόλοιπους να χαρούμε μαζί της. " Πρόσεχε μη...!" πριν προλάβω να τελειώσω την πρόταση μου είχε κιόλας γλιστρήσει και προσγειωθεί, όπως ένα παιδάκι που γλιστράει από την κούνια. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα παρά μόνο κοιταχτήκαμε και σε ένα δευτερόλεπτο είχαμε ξεσπάσει σε γέλια.

     Την πλησίασα και τη βοήθησα να σηκωθεί. "Τι γελάς μωρή σιχαμένη! Άουτσ! Πάει ο κώλος μου." "Εσύ γιατί γελάς βρε άσπρε σίφουνα" της απάντησα μην μπορώντας να κρατήσω τα γέλια μου. "Εγώ γελάω με  μένα!" είπε και εκείνη μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο  "Μα και εγώ με εσένα γελάω!" "Οκ τότε! Καλημέρα!" είπε με δυνατή φωνή πράγμα που με έκανε να κλείσω τα αυτιά μου ξέροντας ότι θα την τσάντιζε αλλά μου άρεσε να τους πειράζω. Καθώς προχωρούσαμε προς το μετρό τη βοήθησα να ξεσκονίσει τα ρούχα της. Και εκείνη ήταν ντυμένη ανάλογα με εμένα. Στην Αττική αλλάξαμε και πήραμε το μετρό για Κηφισιά. Στον Άγιο Ελευθέριο βρήκαμε τον Μπιλ να στέκεται ακριβώς εκεί που θα άνοιγε η πόρτα, νυσταγμένος και βαριεστημένος. Αυτό το παιδί πάντα κουρασμένο ξύπναγε. Ήταν τόσο  νυσταγμένος που ούτε τα μαλλιά του είχε δέσει σε αλογοουρά όπως συνήθιζε να κάνει. Στην επόμενη στάση μπήκε και η Νόλγουε. Ήταν λαχανιασμένη και αμέσως κατάλαβα ότι έτρεχε να προλάβει το τρένο Ο ένας της πήρε την τσάντα, ο άλλος της έδωσε ένα μπουκαλάκι με νερό και ο τρίτος της έκανε αέρα για να συνέλθει. "Μήπως σας βρίσκεται και κάνας καφές ρε παιδιά;" είπε και γελάσαμε όλοι μαζί. Το κουαρτέτο της συμφοράς ήταν ολοκληρωμένο. Τέσσερα μαυροφορεμένα παιδιά που η μόνη τους διαφορά  ήταν το χρώμα των μαλλιών τους, γιατί και στο μήκος όλοι πάνω κάτω το ίδιο είχαμε. Συχνά μας αποκαλούσαν σατανιστές ή και υπόκοσμο, λόγο του ντυσίματος και της μουσικής που ακούγαμε. Αυτό μας άφηνε παγερά αδιάφορους. Ίσα ίσα, το διασκεδάζαμε κιόλας.

    Καθώς κατεβήκαμε από το τρένο η Νόλγουε κοίταξε το κινητό της. Η ώρα είχε περάσει. "Μαλάκες αργήσαμε!" είπε πανικόβλητη. "Όχι ρε φίλε και χάσαμε το λεωφορείο..." είπα εγώ. Αμέσως κοιτάξαμε όλοι τον ουρανό και μετά από μερικά δεύτερα κοιταχτήκαμε και μεταξύ μας σαν να μπορούσαμε να διαβάσουμε ο ένας τη σκέψη του άλλου. "Είστε;" είπε ο Μπιλ. "Μέσα" αποκριθήκαμε οι υπόλοιποι και αμέσως πήγαμε τρέχοντας να προλάβουμε το τρένο που πήγαινε στο κέντρο της Αθήνας, καθώς στο πέρασμά μας ακουγόντουσαν τα γέλια που είχαμε βάλει.

Περιπλανώμενη στο ΌνειροWhere stories live. Discover now