Ένας νέος φίλος (;)

82 7 5
                                    

       Αισθανόμουν το σώμα μου να είναι ξαπλωμένο. ‘’Τι μου συμβαίνει; Που ήταν οι άλλοι; Γιατί δεν μπορούσα να τους ακούσω; Αν ανοίξω τα μάτια μου τι θα αντικρίσω;’’ Αυτές οι ερωτήσεις με βασάνιζαν και έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Φοβόμουν. Δειλά δειλά άνοιξα τα μάτια μου. Δεν έβλεπα πλέον τα δέντρα από τα βραχάκια. Παρά μόνο ένα άγνωστο ταβάνι. Κοίταξα γύρω μου και είδα μια λευκή κουρτίνα να καλύπτει το κρεβάτι στο οποίο ήμουν ξαπλωμένη. Που στην ευχή βρισκόμουν; Προσπάθησα να σηκώσω το δεξί μου χέρι, αλλά αμέσως το ένιωσα βαρύ και ένα μικρό τσίμπημα με έκανε και το ακούμπησα πάλι στο κρεβάτι. Αμέσως κοίταξα στο πλάι και είδα στο χέρι μου μια πεταλούδα για ορό. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν σε νοσοκομείο. Αλλά γιατί; Έκατσα στο κρεβάτι όπως μπορούσα και κοίταζα γύρω μου σαστισμένη. ‘’ Νόλγουε; Μέριαν; Μπιλ;’’ Άρχισα να τους φωνάζω από ένστικτο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένα χέρι τράβηξε την κουρτίνα και τα παιδιά προχώρησαν κοντά στο κρεβάτι. ‘’Πώς αισθάνεσαι;’’ Ρώτησε η Νόλγουε ανήσυχη. ‘’Μας κατατρόμαξες βλαμμένη!’’ Είπε η Μέριαν και έκατσε στα πόδια του κρεβατιού. Ο Μπιλ στεκόταν αμίλητος δίπλα στη Νόλγουε, αλλά από το βλέμμα του ήξερα ότι ανησυχούσε. 

   ‘’ Τι ακριβώς συνέβη; Πώς βρέθηκα εδώ;’’ Ρώτησα τα παιδιά. Η Νόλγουε προχώρησε προς τα εμένα και έκατσε σε μια καρέκλα, η οποία ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Λιποθύμησες από τον πόνο μάλλον. Πάλι καλά που βρέθηκε ο Λούκας και μας έφερε με το αμάξι του μέχρι το νοσοκομείο.’’ ‘’ Ο ποιος;’’ Την ρώτησα και πριν προλάβει να μου απαντήσει μια άγνωστη φυσιογνωμία πλησίασε.  Ήταν ένας τύπος με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, ένα μούσι που κάλυπτε γύρω από τα χείλη του μέχρι ένα με δύο εκατοστά κάτω από το σαγόνι και δύο μεγάλα καταγάλανα μάτια. Έπιασα τον εαυτό μου να τον κοιτάει για αρκετή ώρα χωρίς να βγάζει λέξη. Σαν κάτι να με τραβούσε σε αυτό το άτομο. ‘’Είσαι καλύτερα τώρα’’ με ρώτησε με μια βαθιά φωνή που στο άκουσμά της ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Και πάλι δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Η Μέριαν και η Νόλγουε με κοιτούσαν και περίμεναν να απαντήσω. Ξαφνικά ένιωσα το χέρι της Νόλγουε να μου σκουντάει τον ώμο. ‘’Μίλα καλέ στον άνθρωπο. Γιατί έμμηνες στήλη άλατος;’’  Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά γρήγορα και για μερικές φορές. ‘’Είμαι μια χαρά. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια.’’ Για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να τον κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια και προτίμησα να κοιτάξω κάτω. ‘’Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς για κάτι.’’ Είπε και από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι χαμογελούσε. ‘’Πάμε έξω να κάνουμε κάνα τσιγάρο; Να αφήσουμε και τα κορίτσια μόνα τους’’ Είπε στον Μπιλ λες και γνωρίζονταν καιρό. ‘’Και δεν πάμε; Φρόνιμα εσείς’’ είπε ο Μπιλ γελώντας και αμέσως τα κορίτσια πήραν τα μαξιλάρια από το κρεβάτι και τον χτύπησαν με αυτά στο κεφάλι και στην πλάτη. 

Περιπλανώμενη στο ΌνειροWhere stories live. Discover now