Η Παρέα των Νεκρών, Μέρος 1ο από 2

6 1 0
                                    

Θεσσαλονίκη, Φθινόπωρο 2010

 Το διαμέρισμα ήταν αφύσικα ήσυχο. Ήταν η τελευταία μου μέρα μου εκεί και όλα του τα ελαττώματα έμοιαζαν να είχαν εξαφανιστεί. Κανένα ενοχλητικό πλιτσ πλιτσ από τη βρύση που έσταζε, κανένα περίεργο βζιν από τις πρίζες, ακόμα και η μυρωδιά της αποχέτευσης απουσίαζε από τα ρουθούνια μου. Κοίταξα για μια τελευταία φορά τους τοίχους που ένωναν το υπνοδωμάτιο – σαλόνι με τη μικρή κουζινούλα. Όταν πρωτομπήκα εδώ μέσα ήταν κιτρινισμένοι από νικοτίνη και τα λαδερά που μαγείρευε ο προηγούμενος ενοικιαστής, με το ταβάνι μαύρο από την υγρασία. Θαύμαζα το έργο των τελευταίων επτά χρόνων, τους άσπρους τοίχους του διαμερίσματος που πλέον άφηνα πίσω μου. Θα μου λείψει αυτός ο τρόπος ζωής. Έτεινα το χέρι μου για να ακουμπήσω την τραχειά επιφάνεια αυτών των τοίχων μια τελευταία φορά, αλλά με διέκοψε η δόνηση στην τσέπη μου. Κοίταξα την μικρή οθόνη του κινητού μου.

 «Έλα μαμά!», είπα καθώς πατούσα το πράσινο κουμπί.

 «Έλα καρδούλα μου!», η μητέρα είχε έναν ενθουσιασμό στη φωνή της. Πρέπει να έλαμπε από χαρά που η μοναχοκόρη της γύριζε στο πατρικό. Μπορούσα να ακούσω στο βάθος έναν δυνατό κινητήρα και ανθρώπους να φωνάζουν ο ένας στον άλλο. «Ήρθε το φορτηγό, έχουν αρχίσει και βγάζουν τις κούτες, πού βρίσκεσαι;»

 «Είμαι σπίτι ακόμα, θα χαιρετήσω την Άννα και θα έρθω.», κοιτάζω το ρολόι μου και βλέπω πως είναι περασμένες δύο. Θα περιμένει η κοπέλα.

 «Καλά κορίτσι μου, αλλά μη σε πιάσει νύχτα, δεν είναι εύκολο να οδηγείς βράδυ.»

 «Εντάξει μαμά, θα ξεκινήσω πριν νυχτώσει.», νιώθω ένα μικρό μειδίαμα να σχηματίζεται στο πρόσωπο μου. Όσο και να μεγάλωνα, όσο και να μεγάλωνε εκείνη, κάποια πράγματα δεν επρόκειτο να αλλάξουν.

 «Ωραία κορίτσι μου, τα λέμε όταν φτάσεις, φρόντισε να φας κάτι, μη μείνεις νηστικιά!»

 «Μη φοβάσαι, θα φάω.», προσπαθώ να μη γελάσω με την ακατέργαστη καρικατούρα της ελληνίδας μάνας με την οποία μιλούσα.

 Κλείσαμε το τηλέφωνο και πήρα τη βαλίτσα μου. Έκανα μια στάση στον κάτω όροφο να αφήσω τα κλειδιά του διαμερίσματος και αποχαιρέτησα το φοιτητικό μου σπίτι. Έβαλα όπως όπως τη βαλίτσα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς την πλατεία Αριστοτέλους. Όταν έφτασα στο κλασικό μας στέκι, η Άννα ήταν ήδη εκεί και είχε παραγγείλει ήδη έναν καφέ. Κάθισα απέναντι και παρήγγειλα κι εγώ το γνωστό freddo cappuccino.

The Crypt - Η ΚρύπτηWhere stories live. Discover now