Καμένη Γη

12 1 0
                                    

Μύλοι Αργολίδας, Καλοκαίρι 1822

 Κόσμος ήταν μαζεμένος στην πλατεία. Μόλις τα άλογα των κυβερνητών μπήκαν στον τόπο ο λαός που είχε μαζευτεί άρχισε να ζητωκραυγάζει. Ο πατέρας μου ακούμπησε το κρασοπότηρό του με φόρα, τα μάτια του καρφωμένα στα άλογα και στον όχλο. Ήξερα τι σκεφτότανε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μου είχε εξομολογηθεί πως ήθελε να πάρει το ντουφέκι του και να πιάσει τα βουνά λόγω της ανικανότητας των πολιτικών.

 «Ζήτω!», πρόφερε μέσα από τα δόντια του, σχεδόν δαγκώνοντας το λευκό μουστάκι του και σηκώνοντας ψηλά το άδειο του ποτήρι. «Ζήτω που ένα μάτσο κωθώνια μαζωχτήκανε στον τόπο μας! Ο Μαχμούτ Πασάς έχει φτάσει στο Ναύπλιο και τούτοι τρέχουν μακριά με τις ουρές στα σκέλια!», έπιασε την καράφα και γέμισε ξανά το ποτήρι του με κρασί.

 «Πατέρα, χαμήλωσε τον τόνο σου!», προσπάθησα να τον ηρεμήσω ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το τσούρμο. «Ξέρεις πόσο φανατικοί μπορεί να γίνουν οι κωλεττικοί».

 «Άσε το γέρο να εκφραστεί!», απάντησε μια τραχιά φωνή από το διπλανό τραπέζι. «Κάποιος πρέπει να τα πει!».

 Ο άνδρας σηκώθηκε σέρνοντας μαζί του και μια καρέκλα. Η εμφάνισή του πρόδιδε πως ήταν μαζί με τους κλέφτες πάνω στα βουνά· φορούσε πορφυρό φέσι με τη φούντα του να προσγειώνεται πάνω στην προβιά που φορούσε στη πλάτη του. Το λευκό του πουκάμισο ήταν μισάνοιχτο, φανερώνοντας ένα μικρό, χρυσό σταυρουδάκι να αναπαύεται στις τρίχες του στήθους του. Το σκούρο πράσινο γιλέκο του κάλυπτε τα δυο κουμπούρια στο ζωνάρι του και το γιαταγάνι του ακουμπούσε απαλά πάνω στη βαριά του φουστανέλα, ενώ οι φούντες από τα τσαρούχια του ήταν σχεδόν μαδημένες. Τα ρούχα του ήταν λεκιασμένα με χώμα και μπαρούτι, ενώ το πρόσωπο του ήταν εκείνο ενός ανθρώπου που έχει περάσει πολλές κακουχίες· μακρύ γένι με ένα τσιγκελωτό μουστάκι και αρκετά σημεία με ξεραμένο αίμα. Το δέρμα του ήταν πιο μελαμψό από του κλασικού αστού. Μαζεύτηκα λίγο καθώς ακουμπούσε την ψάθινη καρέκλα του μπροστά από το τραπέζι μας, καλύπτοντάς μας τη θέα προς τη μάζωξη.

 «Ανδρέας.», ο μεγαλόσωμος άνδρας έτεινε το χέρι του προς τον πατέρα μου, ο οποίος μισομεθυσμένος το έσφιξε με όση δύναμη είχε.

 «Άγης του Ζέμπελη!», απάντησε ο πατέρας μου και κοίταξε τον άνδρα από πάνω ως κάτω. Έπειτα ο άνδρας έτεινε το χέρι του προς εμένα και ξανά συστήθηκε.

 «Μιλτιάδης.», η φωνή μου έτρεμε κάπως καθώς ακουμπούσα την τραχιά παλάμη του με το μαλθακό και εύθραυστο χεράκι μου.

The Crypt - Η ΚρύπτηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα