Δωμάτιο 12

5 1 3
                                    

Μακεδονία, Άνοιξη 2014

 Η μυρωδιά της βενζίνης γέμιζε τα ρουθούνια του. Από τον δρόμο ακούγονταν ανά διαστήματα αμάξια να περνούν, κατά τ' άλλα όμως επικρατούσε μια γαλήνια ηρεμία, με τα λιγοστά τζιτζίκια που ήταν ξύπνια την εποχή εκείνη να τραγουδούν στην ανατολή. Η γλώσσα του είχε γεύση πικρή, αλλά αναζωογονητική χάρη στην καφεΐνη. Μόλις γέμισε το ντεπόζιτο πήγε στο μάρκετ του βενζινάδικου για να πληρώσει και να πάρει έναν καφέ, μιας και το θερμός του είχε αρχίσει να αδειάζει και δεν ήξερε αν θα τον βγάλει μέχρι την Αμφίπολη.

 Τα φώτα του καταστήματος ήταν αρκετά δυνατά. Στο ταμείο βρισκόταν ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος, όχι παχύς, αλλά ούτε και αδύνατος, με μοναδικό του ρουχισμό ένα λευκό φανελάκι γεμάτο λάδια μηχανής και μια τζιν βερμούδα. Το μικρό μαγαζί που πουλούσε κυρίως λάδια και άλλα αναλώσιμα για το όχημα και τον οδηγό ήταν τυλιγμένο με την οσμή ιδρώτα, βενζίνης και καφέ. Πίσω από τον άνδρα με τη λερωμένη φανέλα ήταν ένα τεράστιο θερμός με μια χάρτινη επιγραφή, κομμένη σαν φούσκα ομιλίας από κόμικ: «Καφές ελληνικός σκέτος, 1€ το μικρό, 3€ το μεγάλο».

 Ο Μάνος έβγαλε το πορτοφόλι του, πλήρωσε για τη βενζίνη και ζήτησε από τον άνδρα να του βάλει έναν μεγάλο καφέ.

 «Νυχτο-οδηγάμε φιλαράκι;», η φωνή του δεν ήταν πολύ διαφορετική απ' ό,τι περίμενε, είχε την αναμενόμενη βραχνάδα για κάποιον που εκτίθεται καθημερινά σε αναθυμιάσεις.

 «Ναι.», απάντησε ο Μάνος. «Έχω κάτι δουλειές εδώ κοντά και δε με βολεύουν τρένα και αεροπλάνα.»

 «Σα τί δουλειές ρε μάστορα;», η απλότητα με την οποία μιλούσε ο βενζινάς τον έκανε να νιώθει πιο άνετα. Συνήθως με τους συναδέλφους του έπρεπε να ελέγχει την κάθε του λέξη.

 «Είμαι αρχαιολόγος.», με τον ντόρο που είχαν δημιουργήσει τα ΜΜΕ, πίστευε πως μόνο αυτό αρκούσε για να καταλάβει ο απλός βενζινάς.

 «Για τον τάφο του Αλέκου πας κι εσύ;»

 «Ναι.», δεν μπήκε στον κόπο να διαφωνήσει. Αν ο κόσμος ήθελε να πιστεύει πως ο τύμβος στην Αμφίπολη ανήκε στον Αλέξανδρο, ας το πίστευε.

 «Να προσέχεις! Μην έρθουν τίποτις Εγγλέζοι και μας πάρουν τα οστά του Μέγα!»

 «Μείνε ήσυχος!», τον διαβεβαίωσε με ένα χαμόγελο. Ώρες ώρες τον διασκέδαζε η αφέλεια των ανθρώπων.

 Αφού πήρε τον καφέ του, μπήκε στο αμάξι του και συνέχισε το δρόμο του. Τρεις ώρες αργότερα, με τον ήλιο πλέον κυρίαρχο στον γαλανό ουρανό, έφτασε στο ξενοδοχείο του. Δεν ήταν κάτι μεγάλο, ένα απλό συγκρότημα δωματίων και διαμερισμάτων. Οι τοίχοι του καταλύματος ήταν βαμμένοι σε μια ξεθωριασμένη απόχρωση του κίτρινου, με καφετί πόρτες και παντζούρια. Στην είσοδο ήταν στημένος ένας πάγκος με τα κλειδιά των διαφόρων δωματίων σε μια προθήκη από πίσω του. Ανάμεσα στην προθήκη και τον πάγκο στεκόταν μια κυρία, ηλικιακά κοντά στα εξήντα, με ένα ροζ, καλοκαιρινό φόρεμα και γεροδεμένο κορμό.

The Crypt - Η ΚρύπτηWhere stories live. Discover now