Πεταλούδα της Νύχτας

16 2 0
                                    

Αθήνα, άνοιξη του 2017

 Οι καμπάνες του Αγίου Ιωάννη χτυπούσαν πένθιμα. Έτσι συνέβαινε τις τελευταίες μέρες. Το φέρετρο του Παρασκευά στεκόταν στο κέντρο του ναού. Γύρω μου βρισκόντουσαν γριές και γέροι, που δε νομίζω να είχαν πει ούτε καλημέρα στον καημένο τον άνθρωπο. Όχι, προφανώς ήταν εκεί για το κουτσομπολιό. Τέταρτη κηδεία στη γειτονιά, δεν τη περνάς στο ντούκου. Κρίμα. Του άξιζε κάτι καλύτερο του Παρασκευά. Κανένας συγγενής του δεν ήρθε στην κηδεία. Μονάχα η χήρα του ήταν στο ναό, ριγμένη πάνω στο νεκρό του σώμα σαν σάβανο, να κλαίει με αναφιλητά, το μακιγιάζ της να τρέχει σε όλο της το πρόσωπο, με ένα κωμικό καπέλο, βγαλμένο από τηλεοπτική εκπομπή, να κρύβει τα καστανά μαλλιά της και ένα στενό μαύρο φόρεμα να διαγράφει τις καμπύλες της. Ήξερα πολύ καλά τα κόλπα της Μαρίας. Μελόδραμα και πειρασμός, μια παράσταση που είχε παίξει πολλές φορές στο παρελθόν.

 Οι άνδρες του γραφείου τελετών σήκωσαν το φέρετρο και το έβαλαν στη νεκροφόρα, με όλο το συρφετό να τους ακολουθεί. Κάποιες γιαγιάδες προσποιούνταν πως έκλαιγαν, ενώ άλλες απλά ψιθύριζαν σχόλια για την εμφάνιση της χήρας. Όταν πια η νεκροφόρα χάθηκε από το οπτικό πεδίο όλων, ο μικρός όχλος άρχισε να διαλύεται. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η επιθυμία τους για κουτσομπολιό, δεν επρόκειτο να ακολουθήσουν στη ταφή. Μπήκα στο αμάξι μου, με το Μανώλη στη θέση του συνοδηγού και έθεσα πορεία για το νεκροταφείο.

 «Λοιπόν...», είπε ο Μανώλης, με χέρια του τεντωμένα και στερεωμένα πάνω στα γόνατα του, κάνοντας ένα κλακ με τη γλώσσα του. «...Πάει και ο Παρασκευάς. Πιστεύεις ακόμα πως είναι σύμπτωση;»

 «Δε ξέρω πια.», τα δάκτυλα μου τρεμόπαιζαν πάνω στο τιμόνι. «Η νεκροψία είπε ανακοπή.»

 «Ναι, όπως και για τους υπόλοιπους! Κάποιος μας σκοτώνει, Αλέκο! Κάτι πρέπει να γίνει! Είμαστε πλέον εσύ και εγώ!», μιλούσε με έναν συνδυασμό ψίθυρου και κραυγής, γέρνοντας τη πλάτη του προς το μέρος μου.

 «Λες να μην ανησυχώ! Προσπαθώ να βάλω χέρι στα αρχεία της αστυνομίας, αλλά δεν είναι εύκολο ξέρεις!», χτύπησα το χέρι μου στο τιμόνι και πάτησα φρένο στο φανάρι. «Δεδομένης της κατάστασης θα πρέπει να καθυστερήσουμε την επόμενη φουρνιά.»

 «Συμφωνώ! Δε γίνεται να συνεχίζουμε τη μπίζνα λες και δε τρέχει τίποτα. Θα συνεννοηθώ με τον Μαρίνο.», είπε καθώς πατούσα το γκάζι στο πράσινο του φαναριού.

 «Πάντως πρέπει να ομολογήσω, έκανες καλή τη τελετή.»

 «Δε τσιγκουνεύτηκε και το Μαράκι! Όλα cash και φτάσαμε τετραψήφιο, με την φιλική έκπτωση!»

The Crypt - Η ΚρύπτηOnde as histórias ganham vida. Descobre agora