Γύρισμα της Τύχης

9 1 0
                                    

Ύδρα, Φθινόπωρο 1923

 Παίζαμε τους ξιφομάχους με τον Γιώργο στην αυλή, με τα ξύλινα σπαθιά που μας είχε φτιάξει ο μπαμπάς μου. Ο Γιώργος ήταν πολύ ικανός με το σπαθί! Προσπάθησα να προσπεράσω το ξίφος του και να κατευθύνω το δικό μου προς τη στρουμπουλή κοιλιά του, αλλά ο φοβερός εχθρός μου ήταν πανούργος! Με έναν κλώτσο ο Γιώργος σήκωσε λίγο από το χώμα και το έριξε στα μάτια μου. Το ένιωθα να καίει τα μάτια μου! Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν σαν ποτάμι από το πρόσωπο μου και φώναξα για τη μαμά. Ο Γιώργος ήρθε κοντά μου και μου είπε πως θα είμαι εντάξει, αγκαλιάζοντάς με στοργικά και σκουπίζοντας τα μάτια μου. Το χώμα σταμάτησε να με πονά και τότε βρήκα την ευκαιρία να χτυπήσω! Πέρασα το σπαθί μου κάτω από τη μασχάλη του και εκείνος έπεσε νεκρός! «Ανάθεμά σε Μαύρε Ιππότη! Θα εκδικηθώ μια μέρα!» φώναξε με τις τελευταίες του δυνάμεις.

 Το μεγάλο ρολόι του λιμανιού χτύπησε δώδεκα. Όπως πάντα ο Γιώργος έπρεπε να φύγει. Η μαμά του δεν του επέτρεπε να μένει έξω μετά το μεσημέρι. Τον χαιρέτησα και μπήκα μέσα στο σπίτι. Βγήκα από το στενό χώλλ στο μεγάλο καθιστικό όπου καθόταν ο μπαμπάς, διάβαζε εφημερίδα και κάπνιζε τη πίπα του, πάνω στη μεγάλη κοκκινωπή πολυθρόνα του. Πίσω μου ένα μικρό μονοπάτι από χώματα απλωνόταν στο χαλί, το οποίο συνέχισε να σχηματίζεται μέχρι που κάθισα στον καναπέ δίπλα από την πολυθρόνα του μπαμπά. Ο καπνός ερχόταν στο πρόσωπο μου. Ήθελα να το αντέξω, να δείξω στο μπαμπά πόσο είχα μεγαλώσει, αλλά δεν μπόρεσα. Ξέσπασα σε βήχα και κέρδισα την προσοχή του πατέρα μου.

 «Λεωνίδα!», φώναξε ξαφνιασμένος. «Έφτασε κιόλας μεσημέρι;», είπε βγάζοντας το ρολόι του από το πέτο του και χαϊδεύοντας τα καστανά μαλλιά του με τις διάσπαρτες άσπρες τρίχες.

 «Ναι, και ξέρεις τί σημαίνει αυτό!», είπα χοροπηδώντας με τα γόνατα μου στον κόκκινο καναπέ με τα χρυσά κεντήματα, ενώ κρατιόμουν από το ξύλινο μπράτσο. «Είναι ώρα για ιστορία!»

 «Καλά, καλά...», απάντησε ανοίγοντας ξανά την φυλλάδα του. «Να τελειώσω με την εφημερίδα μου και θα σου πω μια ιστορία για ένα ταξίδι που είχα κάνει σε μια χώρα, όχι πολύ μακριά από 'δω.»

 Κάθισα πάλι κανονικά στον καναπέ, κουνώντας τα πόδια μου μπρος πίσω. Ρωτούσα κατά καιρούς αν τελείωσε και οι απαντήσεις που πήρα ήταν «Σχεδόν» και «Σε λίγο», μέχρι που τελικά ο μπαμπάς δίπλωσε την εφημερίδα του και την ακούμπησε στο τραπεζάκι του. Ανακάθισα ώστε να τον κοιτάζω και εκείνος άρχισε την ιστορία του.

The Crypt - Η ΚρύπτηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα