Επίλογος

736 59 23
                                    

4 Απριλίου 2023

Αν και η αγαπημένη εποχή της Μηλινόης ήταν ο χειμώνας, η περίοδος κατά την οποία η πόλη ανακοίνωνε με μικρούς μυστικούς τρόπους πως έφτασε η άνοιξη πάντα ήταν όμορφη. Τα μπαλκόνια γέμιζαν ξανά με πολύχρωμες μπουγάδες, οι φωνές των γειτόνων ταξίδευαν από σπίτι σε σπίτι γιατί πια ο καιρός επέτρεπε στους ανθρώπους να παίρνουν φρέσκο αέρα από τα ανοιχτά παράθυρα, τα πανωφόρια γίνονταν ελαφρύτερα και η μέρα πιο φωτεινή, πιο μεγάλη, λες και τεντωνόταν μετά από έναν μεγάλο ύπνο. Η Μηλινόη μπορούσε επιπλέον να γυρίσει από το πανεπιστήμιο χωρίς να κυνηγάει την δύση και ο Θεμιστοκλής είχε σταματήσει σταδιακά να παραπονιέται για το τσουχτερό κρύο που τρύπωνε μέσα στα ρούχα του. 

Η ζωή τους δεν είχε αλλάξει πολύ. Η ίδια παρέα, στο ίδιο διαμέρισμα, τα ίδια αστεία. Ακόμα και η σχέση της με την Έσμε δεν είχε εκτροχιαστεί όπως περίμεναν όλοι. Αντίθετα μετά από την τελευταία φορά που κοιμήθηκε η Μηλινόη στην Έσμε, ήταν σαν να έκλεισαν μία σιωπηλή συμφωνία να μην κάνουν τους υπόλοιπους να αισθανθούν άβολα ξανά. Απλά υπήρχαν στον ίδιο χώρο με τους φίλους τους χωρίς να δίνουν σημασία η μία στην άλλη. Η Μηλινόη που τα κολλήματα της τα κρατούσε για φυλαχτό ένιωθε κάθε φορά που η Έσμε απέφευγε το βλέμμα της ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά, όμως είχε μάθει να ζει με αυτό. 

Τσίμπημα στην καρδιά σήμαινε πως τουλάχιστον την είχε κοντά της, τσίμπημα στην καρδιά της σήμαινε πως η Μηλινόη δεν ήταν ρομπότ χωρίς συναισθήματα. Τελικά μόνο αυτό χρειαζόταν εν τέλει η επιστήμονας - να νιώσει λίγο άνθρωπος, ότι μπορεί να νιώσει, να ανήκει, να πληγωθεί με έναν τρόπο που δεν υπήρχε γυρισμός. Και όλα τα υπόλοιπα έφτιαξαν από μόνα τους - η δουλειά της, η έρευνα της, τα οικονομικά της. Το να γυρίσει πίσω στην Αθήνα ήταν ίσως η πιο σοφή απόφαση είχε πάρει ποτέ, το οποίο ήταν οξύμωρο από την στιγμή που ήταν η πιο επιπόλαια. 

Ευγνωμονούσε τον εαυτό της που την πήρε με κάθε μικρή νίκη, κάθε γέλιο του Θεμιστοκλή, κάθε φορά που την ξυπνούσε ο ήλιος, κάθε φορά που άκουγε την μουσική της Έσμε από το διπλανό διαμέρισμα, κάθε φορά που ο Απελλής την έπαιρνε από το ερευνητικό κέντρο επειδή ήταν στον δρόμο του, κάθε φορά που γνώριζε ένα καινούριο άτομο. Εκτός από τις φορές βέβαια που η ατυχία της χτυπούσε την πόρτα σαν παλιά φίλη για να της θυμίσει πως καμία ζωή δεν ήταν τέλεια, καμία ζωή δεν στέρευε ποτέ από αναποδιές. 

''Γιατί σε εμένα, γαμώτο;'' αναφώνησε καθώς γέμισε τα βρεγμένα της ρούχα στο καλάθι και το σήκωσε με μία απότομη κίνηση. Έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα προς το μπαλκόνι που βρισκόταν η απλώστρα της η οποία είχε αποφασίσει να σπάσει και ύστερα κατευθύνθηκε με βαριά βήματα προς την εξώπορτα. 

Η θεωρία του μπαλκονιούWhere stories live. Discover now