Κεφάλαιο 10

690 67 31
                                    

14 Αυγούστου 2021

Η Μηλινόη δεν είχε ιδιαίτερα πολλές φοβίες όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι. Δεν φοβόταν ανόητα πράγματα όπως τα έντομα, τα ύψη, τα ασανσέρ, τα αεροπλάνα, τα ζώα και ο,τι άλλο έκανε τους ανθρώπους να ανατριχιάζουν και να ανεβαίνουν σε καρέκλες και να συμπεριφέρονται παράλογα σε συνηθισμένες καταστάσεις. Οι δικοί της φόβοι αφορούσαν πιο βαθιά βαριά πράγματα και συνδέονταν με την ψυχοσύνθεση της ως άνθρωπος. Η Μηλινόη από έφηβη τρόμαζε στην σκέψη της μοναξιάς, λες και όταν αισθανόταν μόνη της το σώμα της θα άρχιζε να κάνει σπασμούς και να συρρικνώνεται ώσπου να σταματήσει να υπάρχει, ώσπου να έσπαζε τους κανόνες του χωροχρόνου και να βρισκόταν το ένα δευτερόλεπτο πάνω στην γη και το άλλο στο πουθενά, όπου κι αν βρισκόταν αυτό. Τόσο μικρή μπορούσε να αισθανθεί, λες και κανένας δεν νοιαζόταν για την ύπαρξη της αρκετά για να έχει και εκείνη μία μικρή θέση στον κόσμο. Μετά βέβαια έλυνε μερικές ασκήσεις και θυμόταν πως είχε γεννηθεί για μεγάλα πράγματα. 

Η συγκεκριμένη φοβία ήταν παράδοξη, κυρίως επειδή ερχόταν σε αντίθεση και κονταροχτυπιόταν με την δεύτερη μεγαλύτερη της, τον κόσμο. Όχι οποιοδήποτε πλήθος διότι άλλωστε η Μηλινόη είχε ανακαλύψει προ πολλού πως ήταν κορίτσι της πόλης, πως το να χανόταν μέσα στο πλήθος λες και την ρουφούσε μία μαύρη τρύπα ήταν η αίσθηση που ήθελε να λιώσει, να την σχηματίσει σε φυλαχτό και να την κουβαλάει παντού. Το πλήθος που σιχαινόταν η Μηλινόη ήταν εκείνο που γύριζε το κεφάλι του και την κοιτούσε με ένα επικριτικό ύφος, εκείνο που την γνώριζε ήδη και την κοιτούσε λες και δεν ήθελε. Ένας από τους λόγους που δεν της άρεσε να κατεβαίνει πλέον στο νησί ήταν αυτός, κάτι που δεν είχε πει ποτέ στον Θεμιστοκλή. 

Πέρα από αυτά, το μοναδικό ανόητο πράγμα που φοβόταν η Μηλινόη ήταν το σκοτάδι. Ακόμα κι αν η ψυχολόγος της την είχε διαβεβαιώσει πως κανένας φόβος δεν είναι ανόητος, μπροστά στους άλλους δύο της αυτός πραγματικά της φαινόταν παιδικός. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, έτσι ήταν φτιαγμένος ο οργανισμός της. Ίσως συνδεόταν με το γεγονός πως ποτέ δεν μπορούσε να δει καλά και πάντα υπήρχε η πιθανότητα η όραση της να χειροτερεύσει τόσο σε σημείο που να μην μπορεί να δει τίποτα ή απλά έφταιγε εκείνη η φορά που κάτι αγόρια από το λύκειο της την είχαν κυνηγήσει μέχρι το πιο μακρινό σημείο της παραλίας και έπρεπε να γυρίσει μόνη και τρομαγμένη σπίτι ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι ή φακό. 

Η θεωρία του μπαλκονιούWhere stories live. Discover now