Κεφάλαιο 13

613 60 20
                                    

15 Σεπτεμβρίου 2021

Η Μηλινόη λάτρευε το φθινόπωρο, κυρίως επειδή ήταν ανάμεσα σε δύο άκρα, μία χρυσή τομή που έδινε στους ανθρώπους χρόνο να προετοιμαστούν να περάσουν από την πιο ζεστή εποχή στις κρύες μέρες του χειμώνα. Δεν φιλοξενούσε τον καύσωνα του Αυγούστου αλλά ούτε και το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη που όσο καλά κι αν ντυνόσουν, έβρισκε τις σχισμές της καρδιά σου και τρύπωνε μέσα. Το φθινόπωρο είχε μία θέση ανάμεσα στις εποχές για να πάρουν οι άνθρωποι μία ανάσα και για να διαβάσουν περισσότερα βιβλία, να έχουν χρόνο να βγάλουν τα χειμωνιάτικα από τα πατάρια, να πλύνουν τα παλτά τους και τα κασκόλ του πριν την μαύρη εποχή, να προλάβουν τα σύννεφα να λούσουν τα τσιμέντα της πόλης πριν τον παγετό. 

Ήταν η ιδανική εποχή για εκείνη απο κάθε άποψη. Ο καιρός ωθούσε τους ανθρώπους να βρίσκονται σε σαλόνια και να αποφεύγουν τους βρεγμένους δρόμους, τα πάντα βάφονταν στις αποχρώσεις της γης, τα βιβλιοπωλεία γέμιζαν με ανθρώπους οι οποίοι ύστερα έφεραν την μυρωδιά από φρέσκο χαρτί και μελάνι στα στενά της Αθήνας, το χώμα ξεδιψούσε και ευχαριστούσε τους ανθρώπους με τον δικό του τρόπο. Ήταν η εποχή που η Μηλινόη αγόραζε καινούρια καρό σακάκια και έτρωγε ρόδια, οι μουντές μέρες που περνούσε μελετώντας δίπλα απο το παράθυρο με τις στάλες της βροχής συντροφιά. Το φθινόπωρο ήταν για κασκόλ και γάντια, για ζεστό τσάι και καινούρια βιβλία και εξερευνήσεις στα απαγορευμένα ράφια των βιβλιοθηκών που είχε καταπιεί η πόλη. 

Ή τουλάχιστον έτσι ήταν τα πράγματα μέσα στο κεφάλι της, μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα απο αυτή που επικρατούσε γύρω της μερικές μέρες. Διότι στην Μεσόγειο οι αρχές του φθινοπώρου ήταν απλά τα τέλη του καλοκαιριού, το οποίο πολεμούσε με νύχια και με δόντια να μείνει στον θρόνο των εποχών λίγες μέρες ακόμα. Οπότε όσο το φθινόπωρο προσπαθούσε να ρίξει βροχές και σφύριζε στα σύννεφα, το καλοκαίρι έβαζε στην πρίζα κι άλλες λάμπες ούτως ώστε ο ήλιος να λιώνει κάθε κρύο αεράκι, κάθε σκιά από σύννεφο. Για λίγο νικούσε, γι' αυτό άλλωστε οι Αθηναίοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε χαμηλές θερμοκρασίες και συννεφιά. Αν τους έπαιρνες τον ήλιο, θα μετατρέπονταν σε σκούρα γκρι πλάσματα μέχρι το δέρμα τους να έσπαζε και να εξαφανίζονταν από προσώπου γης, αν χαμήλωνες λίγο την θερμοκρασία της γης θα έβαζαν φωτιά στον εαυτό τους για να ζεσταθούν. 

Οπότε όταν τα μέσα εκείνου τον Σεπτέμβρη βρήκαν την Μηλινόη σε μία παραλία λίγο πιο έξω από την Αθήνα δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν, ειδικά εκείνη. Διότι ακόμα κι αν είχε τελειώσει θεωρητικά το καλοκαίρι, οι μέρες που έκανε ήταν παραπάνω απο καλές. Οπότε οι φίλοι της είχαν την ιδέα να περάσουν μία Κυριακή σε μία παραλία από την στιγμή που κανένας δεν πήγε διακοπές. Εκείνη το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να περάσει το ρεπό της με άμμο ανάμεσα από τα δάκτυλα των ποδιών της και αντιηλιακό να τρυπάει τα ρουθούνια της όμως συνειδητοποίησε πως εφόσον όλοι θα έλειπαν, δεν θα είχε τίποτε να κάνει για μία ολόκληρη μέρα. Οπότε έκανε την καρδιά της πέτρα, έβαλε το ολόσωμο κίτρινο μαγιό της και οδήγησε τους μισούς μέχρι την απομακρυσμένη παραλία στην άκρη της Αττικής μίας και είχε αμάξι. 

Η θεωρία του μπαλκονιούWhere stories live. Discover now