Πρόλογος

864 35 10
                                    

Ο Αντρέι, μεγαλωμένος ανάμεσα στα άλλα παιδιά της οικογένειας του λίγο μοναχικά, ήξερε από μικρός ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, Τζανέτου Λάσκαρη, και να γίνει ο αρχηγός της σεριάς του. Δεν ήταν κάτι που τον πολυένοιαζε, αφού θα προτιμούσε να συνεχίσει να ταξιδεύει μαζί με τους εμπόρους της φαμίλιας του, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το αποφύγει.

Ο Μάρκος, ο μεγάλος γιος του θείου πάντα τον υποστήριζε όταν ανακοίνωνε στην οικογένεια ότι επρόκειτο να φύγει πάλι για κάποια άλλη πόλη, ή ακόμα και χώρα. Η Ρωσία, ήταν η αγαπημένη του και πάντα όταν το καραβάνι τους θα όδευε προς εκεί δεν έχανε ευκαιρία. Εκεί άλλωστε τον φώναζαν Αντρέι οι ντόπιοι και γυρίζοντας πίσω στον τόπο του, ζήτησε και από τους δικούς του να το κάνουν. Ο Τζανής, ο μικρός του ξάδερφος βέβαια, ακόμα τον έλεγε Αντρέα όταν ήθελε να τον εκνευρίσει. Ενώ οι τρεις του ξαδέρφες είχαν παντρευτεί από χρόνια και ζούσαν διασκορπισμένες σε όλες τις γωνιές της Πελοποννήσου.

Τα ξαδέρφια του, όσο και να τα αγαπούσε δεν μπορούμε να πούμε ότι θα τα αποκαλούσε φίλους του. Ο Μάρκος πάντα φαινόταν να τον ζηλεύει, αν και δεν είχε δείξει ποτέ κάτι ξεκάθαρο, ενώ ο Τζανής, ο χαϊδεμένος της μάνας του θεωρούσε ότι ο κόσμος του ανήκει από όταν ήταν ακόμα κουτσούβελο και ο Αντρέι δεν συμφωνούσε με τον τρόπο που οι δυο τους έβλεπαν τον λαό τους. Είχε όμως δυο καλούς φίλους, που αν και μοναχοπαίδι μπορούσε να τους αποκαλεί αδέρφια. Ο Κοσμάς, ήταν φίλος του από όταν ήταν παιδιά και τον συνόδευε σε όλα του τα ταξίδια και ο Μπακού, που μπήκε στην οικογένεια όταν σε ένα από τα ταξίδια τους τον έσωσαν από κάποιους δουλέμπορους.

Ο Αντρέι κοίταξε το ρολόι που είχε στην τσέπη του, όταν άνοιξε την πόρτα της ταβέρνας ο Κοσμάς. "Σήκω καπετάνιε, φεύγουμε σε πέντε λεπτά. Ο Μπακού σελώνει τα άλογα." Είπε κάνοντας τον φίλο του να χαμογελάσει. "Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που σταματήσαμε να παίζουμε τους πειρατές πανάθεμά σε." Γέλασε. "Θα νομίζει ο κόσμος ότι έχω κανένα στόλο από εμπορικά." Είπε ενώ μάζευε τα πράγματά του. "Τι φοβάσαι ωρέ; Σάμπως μιλάει και κανένας ελληνικά εδώ πέρα που μας έφερες;" Γέλασε ο Βρώτσος, όπως ήταν το δικό του ψευδώνυμο από εκείνες τις μέρες που έκαναν τους πειρατές κρεμασμένοι στις σπηλιές της Μάνης. "Σταματήστε τα χάχανα..." Εμφανίστηκε ο Μπακού στην πόρτα. "Ακούγεστε μέχρι έξω. Αντρέι, πρέπει φύγουμε. Το καραβάνι δεν μπορεί περιμένει άλλο. Πρέπει γυρίσουμε Ελλάντα."

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα