Μια χούφτα υφάσματα.

420 31 7
                                    

Δύο μέρες είχαν περάσει από όταν ο Αντρέι είχε δει τη "μικρή μάγισσα" όπως αποκαλούσαν την Θεοφανώ τα περισσότερα παιδιά όταν ήταν μικρά. Όλοι ήξεραν τις δυνάμεις της Αναχίτ, της μητέρας της, αλλά ποτέ δεν ακούστηκε κάτι για την ίδια. Ο Αντρέι, δεν πίστευε ποτέ σε τέτοια πράγματα. Ναι, σίγουρα και οι δικιές τους μάγισσες μπορούσαν να σου πουν την μοίρα αλλά οι περισσότερες ήταν απλά γυναίκες οι οποίες είχαν μάθει να διαβάζουν καλά τους ανθρώπους και να τους πουλάνε ό,τι λαχταρούσε να ακούσει η ψυχή τους.

Η Θεοφανώ όμως ήταν λες και όντως τον είχε μαγέψει. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα ανταριασμένα γαλανά της μάτια με τίποτα. Επίσης, εκείνη η μπούκλα που είχε ξεφύγει από την πλεξίδα της τον είχε εκνευρίσει τόσο πολύ. Ακόμα τον ενοχλούσε το ότι δεν την βοήθησε να την βάλει πίσω από το αυτί της πριν φύγει τρέχοντας.

Τώρα ήταν καθισμένος στην μαλακή άμμο και τα κύματα έγλυφαν την άκρη των ποδιών του. Είχε έρθει και χθες για να την βρει, για να της δώσει πίσω το καλάθι της, όχι για κάποιο άλλο λόγο... αλλά εκείνη δεν είχε φανεί. Ο Κοσμάς τον είχε ρωτήσει πολλές φορές ποια ήταν αυτή που του φίλεψε τα καβούρια αλλά εκείνος είχε απαντήσει ψέματα ότι δεν ξέρει. Κοίταξε δίπλα του, το καλάθι της και ανασήκωσε το φρύδι του απορώντας με τον εαυτό του. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν άκουσε κάποιον να κατεβαίνει τρέχοντας από το μονοπάτι στα βράχια.

Γύρισε απότομα να κοιτάξει, γεμάτος λαχτάρα που θα την έβλεπε και θα ξεφορτωνόταν αυτό το καλάθι επιτέλους. Μόνο που δεν ήταν η Θεοφανώ. Αναστέναξε, αλλά δεν πήρε το βλέμμα του από την κοπέλα. Ήταν ψηλή, με όμορφη κορμοστασιά και μαύρα μαλλιά μέχρι την μέση ριγμένα σαν χείμαρρος στους ώμους της. Χοροπηδούσε ξυπόλητη στην ζεστή άμμο και σε κάποιον έκανε νόημα να βιαστεί να έρθει κοντά της.

"Άντε! Πάρε τα πόδια σου!! Θα ξημερώσουμε μέχρι να φτάσεις εδώ κάτω!" Φώναξε στην συντροφιά της. Ο Αντρέι, άκουσε την φωνή της πριν καν φανεί από το άνοιγμα του μονοπατιού και σηκώθηκε όρθιος τόσο απότομα που παραπάτησε. "ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΠΟΥ ΤΑ ΠΟΔΑΡΙΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΑ!" Η Θεοφανώ ξεπρόβαλε λίγο λαχανιασμένη, κατεβαίνοντας με γρηγοράδα το μονοπάτι. Η φίλη της, δεν είχε δει τον Αντρέι αλλά εκείνη ήταν το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε όταν βγήκε από τους βράχους.

Πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο, μέχρι να τον αναγνωρίσει και ύστερα τίναξε τα λιτά της μαλλιά πίσω της. "Δεν ήξερα ότι σου αρέσει να γυρνάς τόσο πολύ στα μέρη των Γερακάρηδων, Λάσκαρη." Η άλλη κοπέλα ταράχτηκε και γύρισε απότομα να τον κοιτάξει. Στη συνέχεια κοίταξε πανικόβλητη τη Θεοφανώ και μετά γύρω της, μάλλον για να ζητήσει βοήθεια. "Μη χολοσκάς." Την καθησύχασε η Θεοφανώ. "Δεν θα μας πειράξει." Ολοκλήρωσε. "Ελπίζω." Είπε τελικά και ο Αντρέι επιτέλους ξύπνησε.

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα