Το προξενιό.

372 27 8
                                    

**Τρία χρόνια πριν**

Στην Κερασίνα δεν άρεσε να έρχεται μαζί τους ο Θράσος όταν έπρεπε να πάνε στην αγορά αλλά εκείνος επέμενε ότι δεν ήταν ασφαλές να γυρνάνε μοναχές τους. Κάθε φορά, η ίδια δικαιολογία, κάθε φορά το ίδιο βλέμμα αντάλλασσε με την Θεοφανώ. Και οι δύο ήξεραν για ποιο λόγο ήθελε να τις συνοδεύει. Είχε βάλει στο μάτι την κόρη ενός από τους ψαράδες και προσπαθούσε να της πιάσει την κουβέντα. Το ότι η Σκεύω τον αγριοκοίταζε κάθε φορά και απαξιούσε ακόμα και να του μιλήσει τον έκανε να την θέλει ακόμα περισσότερο.

Τώρα εκείνος βρισκόταν με τη Θεοφανώ σε έναν πάγκο με ροδάκινα και η φίλη της γελούσε κρατώντας ένα από τα φρούτα στο χέρι της. Είχε κάνει να το μυρίσει, αλλά ο ανηψιός της κάτι της έλεγε και εκείνη γελούσε τόσο δυνατά που είχαν γυρίσει όλοι να την κοιτάξουν. Η Κερασίνα είδε το γιο του Λάσκαρη να σηκώνει τα μάτια του απο την πραμάτια του και να κοιτάζει τη φίλη της με θλιμμένα μάτια. Το βλέμμα του ακολουθούσε κάθε κίνηση της Θεοφανώς και η Κερασίνα τον παρακολουθούσε απορημένη.

Ήταν έτοιμη να πάει κοντά στους άλλους δύο όταν κάποιος έπεσε πάνω της και εκείνη φοβούμενη ότι ήθελε να την κλέψει τον έσπρωξε δυνατά και του κατάφερε ένα χαστούκι πριν προλάβει να δει ποιος ήταν. Μόλις είδε ότι ήταν ο καλύτερος φίλος του Αντρέι Λάσκαρη κοντανάσανε και έβαλε τα χέρια της στο στόμα της. "Βρώτσο!" Είπε σοκαρισμένη και εκείνος την κοίταξε με το χέρι του στο μάγουλό του. "Σχώρα με, δεν είδα ότι είσαι εσύ. Έπεσες πάνω μου και τρόμαξα ότι θες να μου κλέψεις τα γρόσια μου." Άρχισε να δικαιολογείται. "Πάντα έτσι χαιρετάς τον κόσμο Δραγουμάνα; Ήθελα απλά να σου μιλήσω." Της χαμογέλασε. Γιατί στην ευχή της χαμογελούσε. "Και το όνομά μου είναι Κοσμάς. Δεν είμαστε πλέον παιδιά..." Την διόρθωσε και εκείνη έγινε κατακόκκινη. 

Τίναξε το κεφάλι της ατάραχη κάνοντας τα μακριά της μαλλιά να αναπηδήσουν. "Δεν το θυμόμουν." Του είπε σαν να μην την ένοιαζε. "Θα προσπαθήσω να το θυμάμαι να συναντηθούμε ξανά." Του ένευσε για να φύγει. "Κερασίνα..;" Της είπε και εκείνη πάγωσε στη θέση της. Γύρισε να τον κοιτάξει και τον βρήκε να της χαμογελάει ξανά. "Αυτό είναι για εσένα." Της είπε και της έδωσε ένα μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι για τα μαλλιά. Εκείνη κοίταξε μια το μαντήλι και μια τον Κοσμά γεμάτη απορία. "Αν θες, θα είμαι στον καταρράκτη το απόγευμα κατά τις πέντε..." Η κοπέλα ανασήκωσε το φρύδι της. "Δεν πρόκειται να σε συναντήσω πουθενά..." Ξεκίνησε να του λέει αλλά εκείνος έφευγε ήδη. "Εγώ πάντως θα περιμένω." Την έκοψε και όπως περνούσε δίπλα της της χάιδεψε τα μαλλιά κάνοντάς την να κοντανασάνει.

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα