Μαγιολίκια

218 22 6
                                    

Η βροχή είχε αρχίσει επιτέλους να κοπάζει αλλά συνέχιζε να βρέχει καρέκλες. Είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά και οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι δίπλα στη φωτιά που τριζοβολούσε, σαν να τους ψιθύριζε τα μυστικά του κόσμου ολάκερου. Είχαν πια ντυθεί, όταν η Θεοφανώ βαρέθηκε να τον ακούει ότι θα κρυώσει αλλά είχε ξαπλώσει ξανά δίπλα του. Ο Αντρέι είχε βάλει το ένα χέρι του για μαξιλάρι και με το άλλο χάιδευε τα μαλλιά της κοπέλας. Η Θεοφανώ είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στέρνο του και χάιδευε νωχελικά το σημείο της καρδιάς του.

"Τι κάνεις τόση ώρα;" Την ρώτησε τρυφερά. Δεν είχε συνηθίσει να τον περιεργάζεται κάποιος για τόση ώρα με τόση τρυφερότητα. Η Θεοφανώ έπαιζε με ένα από τα κουμπιά του άσπρου πουκαμίσου του και της ξέφυγε ένα γελάκι. "Μαγιολίκια." Του είπε. "Για να είσαι για πάντα έτσι μαζί μου." Ανασήκωσε το κεφάλι της για τον δει, χαμογελώντας του. Ο Αντρέι της χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο. "Πώς είμαι;" Την ρώτησε παιχνιδιάρικα. "Αυτό... ό,τι είναι αυτό τέλος πάντων." Ντράπηκε η κοπέλα. "Ερωτευμένος, Θεοφανώ. Αυτό είμαι. Όπως και εσύ." Συνέχισε να παίζει με μια από τις μπούκλες της. "Αυτό τέλος πάντων." Στριφογύρισε εκείνη τα μάτια της ντροπιασμένη. "Δεν είσαι;" Συνέχισε να την πειράζει. "Αχ, τελικά είσαι απλά μια μάγισσα που μου έκλεψε τα μυαλά;" Την ρώτησε αλλά η  Θεοφανώ τρομοκρατήθηκε.

"Όχι! Αντρέι, όχι! Δεν έκανα κάτι τέτοιο! Αλήθεια, σ'αγαπάω δεν θα σου έκανε ποτέ..." "Καρδιά μου," την διέκοψε ανήσυχος "..., το ξέρω. Πλάκα σου κάνω." Της είπε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. "Μην κάνεις χωρατά με αυτά τα πράγματα." Τον μάλωσε. "Δεν θα αργήσουν να με κάψουν στο Ταίναρο αν αρχίσουν να πιστεύουν ότι όντως είμαι μάγισσα." "Ποιος θα τολμήσει να σε πειράξει;" Την ρώτησε σοβαρά αλλά εκείνη δεν απάντησε. "Η Κυπριανή." Δήλωσε χωρίς κανένα ερωτηματικό ίχνος στην φωνή του. "Δεν με συμπαθεί και πολύ..." παραδέχτηκε η κοπέλα. "Τόσα χρόνια την έχω γλυτώσει γιατί με προστατεύει ο Σπήλιος, αλλά βάζει λόγια σε όλους ότι κάνω μάγια και συμφωνίες με το Διάβολο." "Εκεί που θα την στείλω δηλαδή αν σε πειράξει." Την διαβεβαίωσε εκείνος και το κορίτσι επιτέλους γέλασε. "Δεν την πιστεύεις; Δεν με νοιάζει για τους άλλους, αλλά αν εσύ..." "Ξέρω ότι κάτι είσαι, με έχεις αφήσει να το δω." Της θύμισε, "...αλλά είσαι το πιο αγνό και καλό πλάσμα που έχω συναντήσει στη ζωή μου Θεοφανώ. Φυσικά και δεν την πιστεύω."

Το κορίτσι έγειρε πάλι πάνω του και την έσφιξε στην αγκαλιά του φιλώντας τα μαλλιά της. "Και για να το γνωρίζεις σε περίπτωση δεν έγινε αντιληπτό, και εγώ σ'αγαπάω." Της είπε. 

Ο Αντρέι δεν ήταν σίγουρος πότε ακριβώς τον πήρε ο ύπνος αλλά όταν άνοιξε τα μάτια του είχε πια ξημερώσει. Ο ουρανός ήταν πια καθαρός σαν να τον είχε ξεπλύνει η καταιγίδα το προηγούμενο βράδυ και τώρα ήταν βαμμένος κόκκινος από τα χρώματα της αυγής. Έκανε να τεντωθεί και η Θεοφανώ αναδεύτηκε δίπλα του. "Καρδιά μου;" Της ψιθύρισε και εκείνη άνοιξε απρόθυμα τα μάτια της. "Καλημέρα." Της έδωσε ένα απαλό φιλί. "Ξημέρωσε, πρέπει να γυρίσουμε πίσω." Της είπε μαλακά αλλά εκείνη πετάχτηκε σαν να την είχε πετύχει κεραυνός. "Χριστέ μου, θα με σφάξει ο Σπήλιος!" Σηκώθηκε τόσο απότομα όρθια που ζαλίστηκε και παραπάτησε. Αλλά βρήκε την ισορροπία της αμέσως και του έδωσε το χέρι της για να τον βοηθήσει. Ο Αντρέι δεν χρειαζόταν καμία βοήθεια για να σηκωθεί αλλά δεν θα της το έλεγε ποτέ. Έπιασε το χέρι της και δεν το άφησε ποτέ.

Όταν έφτασαν έξω από τον καταυλισμό της κάποιοι από τους ανθρώπους είχαν ήδη ξυπνήσει για να αρχίσουν τις δουλειές τους. Η Θεοφανώ ήταν σχεδόν βέβαιη ότι θα κατάφερνε να τρυπώσει μέσα και κάπως θα τα μπάλωνε για το που είχε περάσει το βράδυ. Οι δυο τους παραμόνευαν στην είσοδο για να τρυπώσει η κοπέλα μέσα, όταν κάποιος καθάρισε το λαιμό του πίσω τους. Και οι δυο αναπήδησαν τρομαγμένοι και γύρισαν απότομα. Η Γερακίνα, με την κοιλιά της να προεξέχει, το ένα της φρύδι ανασηκωμένο και το δεξί της χέρι στη μέση της ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του ο Αντρέι.

"Κυρά μου!" Φώναξε ο Σπήλιος από μακριά και η Θεοφανώ κόντεψε να λιποθυμήσει. "Τι κάνεις εδώ πέρα..." είπε πλησιάζοντάς την "... μοναχή σου." Ολοκλήρωσε βλέποντας μπροστά του την αδερφή του με τον Λάσκαρη. "Δεν είμαι μοναχή μου, μην λες κουτουράδες Σπήλιο. Ήθελα να βγω μια βόλτα και η Θεοφανώ μου έκανε παρέα." Είπε πιάνοντάς τον από το μπράτσο. "Και έτσι όπως επιστρέφαμε πέσαμε πάνω στον Αντρέι. Ήρθε να την επισκεφτεί." "Αχάραγα;" Ρώτησε ο Σπήλιος την γυναίκα του κοιτάζοντας πίσω του τους άλλους δύο. "Εσύ όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι είχες ώρες που ερχόσουν να με δεις;" Του θύμισε και οι δυο τους χαχάνισαν προχωρώντας προς την είσοδο. "Παναγιά μου, παραλίγο να μείνω στον τόπο." Είπε η Θεοφανώ πιάνοντας το χέρι του Αντρέι που κοίταζε ακόμα σαστισμένος την Γερακίνα.

// Όπως πάντα, ελπίζω να σας άρεσε. Μην ξεχνάτε να μου αφήνετε τα σχόλιά σας γιατί, το feedback ( που λέμε και στο χωριό μου ) είναι πάντα ευπρόσδεκτο και μου δίνει δύναμη και ώθηση να συνεχίσω. Να έχετε ένα όμορφο βράδυ ( πρωινό, μεσημέρι ή όποτε διαβάζετε αυτό το κεφάλαιο τέλος πάντων. Σας φιλώ. 

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα