Αγριολούλουδα και πεταλούδες.

374 24 16
                                    

Η Κερασίνα χαχάνιζε λίγο πιο κει με τον Κοσμά κοιτάζοντας τους άλλους δύο που μιλούσαν ασταμάτητα για τα πάντα. Η Θεοφανώ είχε μια ερώτηση για κάθε τι που της έλεγε ο Αντρέι για τη Ρωσία και η φλόγα στα μάτια της όταν τον άκουγε να μιλάει ζέσταινε ακόμα περισσότερο την καρδιά του.

"Πωπωπωπω... ακούγεται τόσο ωραία. Και η Οδησσός ακούγεται πανέμορφη πόλη." Κρατούσε το ποτήρι της κοντά στο στόμα της και έπαιρνε βαθιές ανάσες πριν πιει μια γουλιά. Τόσο της άρεσε η μυρωδιά του ποτού. "Μπορείς να έρθεις μαζί μου όταν ξαναπάω." Της πρότεινε χωρίς καν να το σκεφτεί. Η Θεοφανώ σήκωσε το βλέμμα της απότομα να τον κοιτάξει ενώ οι άλλοι έσκυψαν πιο κοντά για να ακούνε καλύτερα. "Σοβαρά; Θες να έρθω μαζί σου;" "Ναι; Γιατί όχι; Μπορώ σε πάω όπου θέλεις. Να δεις όλη την Ευρώπη. Την άνοιξη είναι πανέμορφη. Γεμάτη μυρωδιές και γεύσεις που δεν έχεις ξαναγευτεί..." Ο Αντρέι συνέχιζε να της μιλά για τα ταξίδια του και εκείνη στην κυριολεξία κρεμόταν από τα χείλη του. Κάτι, που δεν περνούσε απαρατήρητο από όσους τους κοίταζαν.

"Πιστεύεις ότι λένε την αλήθεια κυρά μου;" Ρώτησε ο Τζανέτος την γυναίκα του γέρνοντας δίπλα της για να μην τους ακούσει κανένας. "Αρκεί μοναχά να δεις πώς η Θεοφανώ κοιτάει το γιο μας. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να κοιτάει έτσι κάποιον άλλο. Είναι λες και βλέπει μπρος στα μάτια της όλο τα θάματα του κόσμου." Απάντησε εκείνη. "Γιατί δεν μιλάς για τον κανακάρη σου;" Μουρμούρισε ο Κανέλλος από πίσω τους τόσο σιγά που μόνο εκείνοι τον άκουσαν. "Ζήτησε να βάλουν δίπλα του την πιο άνετη μαξιλάρα που υπάρχει στον καταυλισμό, είχε πάρει την πιο μαλακιά κουβέρτα από το μεσημέρι για να μην κρυώσει η κυρά του αλλά όταν ήρθε η ώρα να της την δώσει έβγαλε και της φόρεσε το παλτό του..." Είπε σκασμένος στα γέλια. Ο Τζανέτος γύρισε να τον κοιτάξει για να πει κάτι αλλά τον πρόλαβε ο μικρός του αδερφός. "Σαν τα μούτρα σου τον έχεις κάνει." Χαχάνισαν ο Κανέλλος  και η Χαριτίνη.

Ο Κοσμάς γύρισε να κοιτάξει την Κερασίνα σοκαρισμένος όταν ο Αντρέι έσκυψε να γεμίσει τα ποτήρια τους και οι άλλοι δύο είδαν την Θεοφανώ να μυρίζει το παλτό που της είχε φορέσει ο Αντρέι και να κλείνει τα μάτια της γαλήνια. "Στο είπα..." ανασήκωσε τους ώμους της η κοπέλα. Αν και καθόντουσαν πολύ κοντά είχαν καταφέρει να μην μπορεί να διακρίνει κανείς ότι ήταν υπερβολικά κοντά για κάποιους που δεν γνωρίζονταν. "Πώς...;" Ο Κοσμάς δεν μπορούσε να βρει τα λόγια του. "Ο δικός σου ο φίλος την ερωτεύτηκε πριν τρια καλοκαίρια. Κάτω στις σπηλιές, όταν γυρνούσατε από ένα ταξίδι, έτσι δεν μου είπες;" "Δεν πρόκειται να το παραδεχτεί ποτέ, αλλά ναι. Μέχρι και ο Μπακού τον έχει καταλάβει, άλλο που δεν λέμε τίποτα. Γιατί;" "Γιατί η δικιά μου η φίλη γεννήθηκε ερωτευμένη μαζί του. Ούτε αυτή πρόκειται να το παραδεχτεί, αλλά γιατί νομίζεις γκρεμοτσακιζόταν στα βράχια να κυνηγάει το Θράσο από πίσω για να παίξει τους πειρατές; Ή σάμπως θαρρείς ότι δεν έχουμε ωραία λιβάδια με αγριολούλουδα και πεταλούδες στη  μεριά μας;"

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα