Κυκλάμινα.

268 23 6
                                    

Το Πάσχα ήταν μόνο λίγες μέρες μακριά και ο καιρός είχε γλυκάνει πια. Μετά τις απότομες αλλαγές από κρύο σε ζέστη και το αντίστροφο, είχε πλέον στρώσει και ο τόπος μύριζε Άνοιξη. Αγριολούλουδα και αμυγδαλιές είχαν αρχίσει να ανθίζουν δειλά - δειλά και τα αγριόχορτα είχαν αρχίσει να ψηλώνουν επικίνδυνα. Ήδη δυο εργάτες είχαν δαγκωθεί από φίδια, ευτυχώς χωρίς τραγικά αποτελέσματα. Από όταν είχε δαγκώσει οχιά την Θεοφανώ πριν λίγα χρόνια μέσα στην ίδια της τη σκηνή, ενώ η Μεταξία έλειπε στο θείο της, ο Σπήλιος είχε διατάξει να υπάρχει πάντα αντίδοτο εύκαιρο.

Η Κυπριανή καθόταν πάνω σε ένα σκαμνί και κοίταζε τη Θεοφανώ που βοηθούσε τη Μορφούλα να τινάξουν κάτι χαλιά. Έπρεπε όλα να είναι πεντακάθαρα για τη δεύτερη μέρα του Πάσχα που θα γινόντουσαν οι αρραβώνες της Θεοφανώς και του Αντρέι. Η Γερακίνα την πλησίασε από πίσω και σταμάτησε όρθια, δίπλα της με τα χέρια της στη μέση. "Θα το ματιάξεις το δόλιο το κορίτσι." Η Κυπριανή γύρισε να κοιτάξει τη νύφη της με αποδοκιμασία. "Δεν παθαίνει τίποτα, έχει μαγιολίκια να την προστατεύουν." "Αλήθεια πιστεύεις αυτά που λες; Δεν έχεις κουραστεί τόσα χρόνια;" "Ποτέ δεν θα σταματήσω, μέχρι να ξυπνήσετε και να με πιστέψετε." "Ξέρεις Κυπριανή, θα καταλάβει ο Σπήλιος κάποια στιγμή τι προσπαθείς να κάνεις στην αδερφή του όλα αυτά τα χρόνια και δεν το αφήσει έτσι." "Τι εννοείς;" Την ρώτησε παριστάνοντας την ανήξερη. 

Η Γερακίνα έφερε την κοτσίδα της στο πλάι για να πάρει λίγο αέρα ο σβέρκος της. "Οχιές, δηλητηριώδη μανιτάρια, γλίστρημα από τους βράχους, κομμένη σέλα... δεν ξέρω, πολλές φορές κόντεψε να πεθάνει το κορίτσι όλα αυτά τα χρόνια... έτσι δεν είναι;" "Υπονοείς ότι όλα αυτά τα έκανα εγώ;" "Δεν  το υπονοώ... είμαι σίγουρη πεθερά. Απλά δεν έχω αποδείξεις." "Πες κάτι στο Σπήλιο και..." "...και τι; Θα προσπαθήσεις να με σκοτώσεις και εμένα; Κόπιασε. Εγώ δεν είμαι Θεοφανώ. Θα σου κόψω το λαρύγγι και μετά θα σε κλάψω σαν καλή νύφη." Η Κυπριανή κάτι πήγε να της απαντήσει κατάχλομη αλλά η Γερακίνα της γύρισε την πλάτη και έφυγε.

"Θεοφανώ, άστα. Θα τα τελειώσω εγώ. Φύγε εσύ, θα αργήσεις." Της χαμογέλασε η Μορφούλα. "Είσαι σίγουρη;" "Πήγαινε βρες τον άντρα σου. Θα συνεχίσω εγώ. Θα μου το χρωστάς όταν θα αρραβωνιάζομαι εγώ με το Φρίξο." Χαχάνισε και η Θεοφανώ την κοίταξε έκπληκτη. "Αν δηλαδή ποτέ παραδεχτεί ότι με αγαπάει." Στριφογύρισε τα μάτια της και η Θεοφανώ χαχάνισε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. "Θα του μιλήσω το απόγευμα." Υποσχέθηκε και έβγαλε την ποδιά της. Την πέταξε σε ένα βαρέλι πιο 'κει και έφυγε τρέχοντας.

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα