"Το συμβόλαιο..." ΙΙ

127 22 10
                                    

Άκουγε τα λόγια του δικηγόρου του και το μυαλό του έκανε ήδη τις χειρότερες σκέψεις.

Πούλησε το διαμέρισμα; Γιατί; Για περισσότερα χρήματα; Ήταν ίδια με τις υπόλοιπες φθηνές αιθέριες υπάρξεις που περνούσαν από το κρεβάτι του;

Ένιωσε το θυμό να κατακλύζει τον οργανισμό του και έφυγε άρον άρον από το γραφείο του μέσα στη νύχτα.

...

Τα βραδινά φώτα της πόλης τον ζαλιζαν και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Κάθε ίχνος λογικής είχε πετάξει και τη θέση της είχε πάρει η παραφροσύνη. Τι έκανε;

Πήγε και την βρήκε. Και μετά τι;

Τι περίμενε, αλήθεια;

Ότι θα τον υποδεχόταν με ανοιχτές αγκαλες;

Την χαρακτήρισε πόρνη για τα λεφτά. Της πρόσφερε κι άλλα με αντάλλαγμα  μια ακόμη βραδιά. Το φιλί που της έκλεψε με τη βία είχε άλλη γεύση και στα μάτια της καθρεφτιζοταν ένας ξένος. Το δυνατό χαστούκι της τον έφερε στα συγκαλά του.

Δεν θέλω ένα σπίτι εδώ και δη ένα  σπίτι που φωνάζει από μακριά λεφτά. Θα φύγω.

Το χέρι του έσφιξε δυνατά τον καρπό της λες κι αυτό ήταν αρκετό να την κρατήσει εκεί.

Είσαι ερωτευμένος μαζί μου;

Τα μπλε μάτια της διαπέρασαν την καρδιά του σαν δίκοπο μαχαίρι. Το βλέμμα της γεμάτο ελπίδα στοίχειωνε την ψυχή του.

Κι όμως δείλιασε μπροστά της. Η βαρβατη αντρική του υπόσταση βγήκε στην επιφάνεια να πληγώσει και τους δύο.

Πολύ σίγουρη δεν είσαι για τον εαυτό σου; Τι διαφορετικό έχεις από τις άλλες;

Εσύ να μου πεις. Εσύ βρίσκεσαι έξω από την πόρτα μου.

Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει αλλά το ελαφρύ βηξιμο πίσω του, τον διέκοψε απότομα. Γύρισε σαστισμένος και αντίκρισε ένα ψηλό ξανθό άνδρα με σταυρωμένα τα μπράτσα του στο στήθος να τον κοιτάζει δολοφονικά.

Γέλασε.

Κανένας δεν μπορούσε να σκοτώσει τον Μάρκο Ροσίνι όσο κι αν το προσπαθούσε. Ο εαυτός του ήταν ο θανάσιμος εχθρός του.

Αχρηστεψε το σώμα του από το αλκοόλ και τριγυρνούσε σαν χαμένος εδώ και μέρες με το τηλέφωνο στο χέρι.

Την μισούσε.

Ήταν η μόνη που είχε καταφέρει, άθελά της, να ρίξει το θηρίο από τον θρόνο του. Να το κάνει να σέρνεται και να την παρακαλάει.

" Τι θέλεις;"

" Γιατί δεν μου απαντάς στο τηλέφωνο;"

" Γιατί δεν θέλω να σου μιλήσω."

" Κι η ανάσα σου μου αρκεί. "

" Μάρκο..."

" Γιατί δεν ήθελες να κάνεις το παιδί μου; Θα ήταν όλα διαφορετικά."

" Με αγαπάς; Είσαι ερωτευμένος μαζί μου;"

Να τη πάλι εκείνη η ερώτηση.

Δεν μπορούσε να καταλάβει το κόλλημα των γυναικών με τη λέξη αγαπώ.

Εκείνος δεν αγαπούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Θα μπορούσε να αγαπήσει κάποιον άλλον;

Γιατί όλοι απαιτούσαν πράγματα από αυτόν;

Πρώτα οι γονείς του, μετά οι συνέταιροι του και τώρα αυτή.

" Άστο . Κατάλαβα. Και για να απαντήσω στην ερώτηση σου. Δεν χτίζεις κόσμους γκρεμίζοντας καρδιές. "

____________

Καλή Ανάσταση!!!!

Romance short StoriesWhere stories live. Discover now