Κεφάλαιο 17 - Ομίχλες

849 138 133
                                    

Μόλις ο ήλιος άφησε τις πρώτες του αχτίδες να πέσουν στο ερημωμένο χωριό, κινήσαμε προς την έξοδό του. Ο Κάιν και οι ιππότες του συζητούσαν μεταξύ τους κάποιο σχέδιο. Ο πρίγκιπας, μου γινόταν ολοένα και πιο μισητός. Πριν ανέβω στο άλογό μου, κοίταξα μια τελευταία φορά πίσω, τα μικρά σπιτάκια. Δεν υπήρχε ψυχή να τα κατοικήσει. Τα πράγματα που είχαν μείνει πίσω θα έκαναν τον οποιονδήποτε να πιστεύει ότι κάποιος θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Που να ήξερε ότι όλοι είχαν φύγει πριν λίγες ώρες. Γύρισα προς τη σέλα και έσφιξα τα χαλινάρια στο πληγωμένο μου χέρι. Κατά τη μάχη με τα όγκρε, όταν η Κάλιντα είχε καταλάβει το σώμα μου, πληγώθηκε και έμενα εγώ να αντιμετωπίσω τον πόνο. Δεν ήταν οξύς, αλλά ένιωθα ένα ελαφρύ τσίμπημα κάθε φορά που χρησιμοποιούσα το χέρι μου ή έκανα κινήσεις που το δυσκόλευαν. Ο Λαχάρ ήρθε αμέσως δίπλα μου. Ξεφύσηξα σιγανά.

"Να σε βοηθήσω;" ρώτησε χαμογελαστός. Δεν γύρισα καν να τον κοιτάξω. Ένιωθα λίγο περίεργα απέναντί του, αφού θυμήθηκα τι είχε προηγηθεί μεταξύ μας. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να αφήνω τρίτους να ανακατεύονται στις υποθέσεις μου και πόσο μάλλον στη ζωή μου. 

"Για αυτό έχεις τα αγοράκια να τρέχουν πέρα δώθε, κανονίζοντας εμένα;" αναρωτήθηκε η Κάλιντα. Σχεδόν μπορούσα να φανταστώ το ειρωνικό χαμόγελο που θα είχε απλωθεί στα χείλη της.

"Και εγώ που νόμιζα ότι σου άρεσαν τα αγοράκια." σκέφτηκα και την άκουσα να γελά.

"Αλιάνα;" ρώτησε πάλι ο Λαχάρ, βγάζοντας με από τον εσωτερικό μου διάλογο. Γύρισα προς το μέρος του. Μέγα λάθος. Το πρόσωπό του ήταν πολύ κοντά στο δικό μου και σχεδόν κοπανήσαμε μεταξύ μας, μα τελευταία στιγμή ο Λαχάρ τραβήχτηκε πίσω. "Να εκλάβω την ξαφνική αυτή επίθεση ως όχι, λοιπόν;" συνέχισε χαμογελαστός.

"Δεν έγινε καμιά επίθεση. Απλά εσύ έχεις το κακό συνήθειο να εισβάλλεις στον προσωπικό μου χώρο και αέρα." απάντησα νωχελικά καθώς έλεγχα τα χαλινάρια τραβώντας τα ελαφρά προς το μέρος μου με το καλό μου χέρι.

Ο Λαχάρ ίσιωσε τον κορμό του και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τη μουσούδα του αλόγου μου. Εκείνο παραδόθηκε στα χάδια του και τον σκούντηξε απαλά και παιχνιδιάρικα στον ώμο. Τον παρατήρησα για λίγο. Στο λιγοστό φως, φάνταζε πιο μεγαλόσωμος και πιο γεροδεμένος. Τα μαλλιά του χρυσάφιζαν και ήταν σα να λάμπουν, ενώ τα μακριά του χέρια έδειχναν ικανά να σηκώσουν ακόμη και το ίδιο το άλογο στον αέρα. Μα, μπορεί να μη φάνταζε μόνο. Μπορεί να ήταν όντως έτσι. 

H ΝεκροφιλημένηWhere stories live. Discover now