Κεφάλαιο 42 - Για τώρα και για πάντα

802 129 145
                                    


Ο Λαχάρ την κοιτούσε μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Κάποιος τον κορόιδευε. Κάποιος έπαιζε μαζί τους. Ίσως ζούσε έναν εφιάλτη. Η Αλιάνα του. Η Αλιάνα είχε χαθεί; Την είχε χάσει; Την πήραν μακριά του; Μα η τελετή. Γύρισε αμέσως προς το μέρος του συμβούλου Άριμαν. Ο σύμβουλος του ανταπέδωσε το βλέμμα μαζί με ένα στραβό χαμόγελο που μετατράπηκε σε ένα βαθύ και συρτό γέλιο, ικανό να στοιχειώσει και την πιο δυνατή ψυχή.

«ΑΝΟΗΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ!!» φώναξε και άπλωσε τα χέρια του σα να προσπαθούσε να αγκαλιάσει κάτι που οι υπόλοιποι δεν έβλεπαν. Ο χώρος είχε παγώσει και αρκετά σπαθιά βγήκαν από το θηκάρι τους απειλώντας τον σύμβουλο. Ήξεραν ότι κάτι πήγε στραβά και γύρισαν στους Γέροντες να ζητήσουν βοήθεια. Μια βοήθεια που δεν θα τους έδιναν.

Μια παχιά σκούρα ομίχλη απλώθηκε στο έδαφος, σχεδόν κρύβοντάς το. Τα μαλλιά των Γερόντων έπεσαν σαν άρρωστα κάτω, ενώ εκείνοι τα τραβούσαν με τα σιχαμένα τους νύχια από το κεφάλι τους. Ένας κρότος, σα σπασμένο μπουκάλι, ήχησε στο σπήλαιο και τα κεφάλια των Γερόντων άνοιξαν στα δύο για να ξεχυθεί από μέσα τους η γλοιώδης μαύρη ομίχλη που τους κάλυψε και περιέβαλε σα μανδύας το άμορφο πρόσωπό τους. Και περίμεναν υπομονετικά.

Είχαν παγιδευτεί μέσα εκεί με τον ίδιο τον Θάνατο. Η Κάλιντα με γουρλωμένα μάτια δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω της. Ήξερε ποιοι ήταν αυτοί. Σήκωσε το βλέμμα της στον σύμβουλο και τον παρατήρησε καλύτερα. Ήταν ο μόνος που δεν είχε μπορέσει να διαβάσει. Κάθε φορά που έμπαινε στο μυαλό του, έβλεπε τις δικές τις αναμνήσεις να καθρεφτίζονται στο κενό του βλέμμα. Την είχε αποκαλέσει κόρη του. Η ανάσα της πιάστηκε στους κουρασμένους πνεύμονές της, όταν τα χαρακτηριστικά του άλλαξαν. Το γερασμένο του πρόσωπο, το γεμάτο ρυτίδες και βαθιές λακκούβες κάτω από τα μάτια του. Τα μακριά ασημένια του μαλλιά έπεφταν γύρω του σα δίχτυα έτοιμα να κατασπαράξουν κάθε ίχνος ζωής. Είχε γυρίσει πίσω. Εκείνος ήταν. Αυτός τα προκάλεσε όλα.

Τα μάτια της βούρκωσαν και ετοιμάστηκε να ουρλιάξει. Και ούρλιαξε. Όχι από θλίψη, αλλά από μίσος. Χωρίς να χάσει καιρό έβγαλε από το θηκάρι της την πολύτιμη βελόνα και όρμησε εναντίον του χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από τον θάνατό του. Διαλύθηκε μέσα στην γαλάζια της σκόνη και του επιτέθηκε σκίζοντας το μάγουλό του. Μα ο Ράμα δεν κουνήθηκε από την θέση του. Αντίθετα γύρισε αργά το κεφάλι του να την κοιτάξει και πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει, την είχε πιάσει από το λαιμό και την σήκωσε στον αέρα πνίγοντάς την.

H ΝεκροφιλημένηМесто, где живут истории. Откройте их для себя