Κεφάλαιο 34 - Ινάλ

798 137 186
                                    


Επτά ημέρες αργότερα, πατήσαμε την γη της Ινάλ. Δεν είχαμε συναντήσει καμιά άλλη δυσκολία στο δρόμο μας και αυτό με προβλημάτιζε αρκετά. Είχα μάθει από μικρή να υποπτεύομαι τα πάντα και να μην εμπιστεύομαι την ησυχία. Ποτέ δεν ήταν καλό σημάδι η σιωπή και η εξαφάνιση του εχθρού. Ο Λαχάρ προσπαθούσε να πάρει το μυαλό μου μακριά από τις θεωρίες που έπλαθε και τις συνομωσίες που ανακάλυπτε από το πουθενά. Δεν τα κατάφερε εντελώς μιας και ένα μέρος μου έμεινε κολλημένο στο σκοτάδι που με μεγάλωσε. Καλύτερα να υποπτεύομαι τα πάντα παρά να ζω ξέγνοιαστη. Η άγνοια σε αυτά τα μέρη μπορούσε να σε σκοτώσει.

Δεν ήταν δυνατό να καταφέρει κανείς να περιγράψει με ακρίβεια τούτο το Βασίλειο. Η άπλετη ομορφιά του ακολουθούσε τα χνάρια των χωραφιών και του σπαρμένου κάμπου που χανόταν στον ορίζοντα. Ήταν η εποχή του θερισμού και μπορούσα να διακρίνω μερικούς χωρικούς να εργάζονται κάτω από τον καυτό ήλιο. Κατάπια μια διψασμένη ανάσα και τράβηξα την κουκούλα του μανδύα μου ακόμη περισσότερο πάνω στο κεφάλι μου, ώστε να καλύπτει σχεδόν τα μάτια μου. Υψώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς το ανοιχτό πεδίο, διέκρινα τα παχιά τείχη της Ινάλ με τους πυργίσκους τους και στο ψηλότερο σημείο μισόκλεισα τα μάτια μου για να μην τυφλωθώ από το χρυσό φως του ναού του Βασιλείου. Της οικίας των Γερόντων, των αθάνατων ιερέων. Η Κάλιντα σύριξε σιγανά και χαμογέλασα. Τουλάχιστον νιώθαμε και οι δυο μας άβολα με την παρουσία του ναού τόσο κοντά μας. Επιτέλους, μετά από την ολιγοήμερη σιωπή της, είχε επανέλθει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην παλιά της θέση. Δεν μου είπε που είχε πάει και τι ετοίμαζε. Και εγώ δεν ρώτησα. Μου έφτανε που είχε γυρίσει πίσω διαβεβαιώνοντάς με πως δεν ήταν θυμωμένη που προσπαθούσα να την ελέγξω. Ήταν και ο πρώτος καλός λόγος που άκουσα από εκείνη.

Ανεβαίνοντας το μικρό λοφίσκο, τράβηξα τα χαλινάρια ελαφρά και άφησα το άλογο να κατηφορίσει αργά και προσεκτικά προς τα χωράφια. Ο Χάρου πετούσε από πάνω μας και έκρωξε δυνατά πριν χαθεί στον ορίζοντα. Πρώτα μας προϋπάντησαν τα ψηλά και χρυσαφένια στάχυα που λικνίζονταν στο ρυθμό του αέρα και ύστερα οι παραξενεμένοι αγρότες που σήκωναν τα κεφάλια τους, ωθούμενοι από την περιέργεια για τους αγνώστους. Μόλις ο Λαχάρ ξεπέζεψε, σταμάτησαν όλοι τις εργασίες τους και έτρεξαν κοντά του. Το χαμόγελό του πλατύ, αποκάλυπτε την τέλεια οδοντοστοιχία του και ένα μέρος του χαρακτήρα του ακόμα. Φαινόταν πως οι γεωργοί έτρεφαν αδυναμία στο νεαρό τους πρίγκιπα. Τον πλησίασαν σαν παλιοί φίλοι. Παλιοί γνωστοί που χάθηκαν και τους έφεραν τα νήματα της Μοίρας ξανά κοντά. Μιλούσε στην γλώσσα τους. Εκείνοι την τραχιά μα μαγευτική γλώσσα. Κυλούσε σαν καθάριο ρυάκι και οι λέξεις έβγαιναν σχεδόν τραγουδιστά, τονισμένες καταλλήλως και εκπνέοντας τον ενθουσιασμό τους. Γύρισε προς το μέρος μας και μας έδειξε περήφανος στους υπηκόους του. Μόλις αναφέρθηκε στον Κάιν, αμέσως υποκλίθηκαν βαθιά και περίμεναν το σήμα του για να σηκωθούν όρθιοι. Όταν έφτασε και σε εμένα μου έκανε νόημα να ξεπεζέψω και να πάω κοντά του. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Κατέβασα την κουκούλα μου και ακούμπησα το χέρια μου πάνω στο απλωμένο δικό του. Με τράβηξε ελαφρά προς τα εκείνον και ύστερα με έστρεψε στους υπηκόους του. Είπε κάτι στη γλώσσα τους και οι χωρικοί άφησαν ένα μακρύ επιφώνημα. Έπειτα ο πιο μεγάλος σε ηλικία από αυτούς άγγιξε τον ώμο του Λαχάρ και τον χτύπησε παιχνιδιάρικα λέγοντας κάτι που τους έκανε όλους να γελάσουν. Στράφηκα στον πρίγκιπα της Ινάλ που χασκογελούσε, ζητώντας εξηγήσεις.

H ΝεκροφιλημένηWhere stories live. Discover now