Επίλογος

734 108 77
                                    

Πεσμένη στην αγκαλιά του, η γυναίκα που τον αγάπησε όσο ποτέ κανείς με τα μάτια δακρυσμένα να κοιτούν τα δικά του η Φελίσια άφησε την τελευταία της πνοή με το όνομα του στα χείλη της.

Ο Έντουαρντ έπεσε στα γόνατα σαν κατάλαβε το κακό που μόλις ειχε κάνει ενώ η Έιμι έβγαλε μια κραυγή τραβώντας τα μαλλιά της σαν κατάλαβε που οδήγησε η απερισκεψεια της. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο από εδώ και πέρα για κανέναν απο τους τρεις τους.

Ο Σεμπάστιαν κοιτούσε τον Ντάρσυ, ειχε σφίξει πανω του τη γυναικα με το κεφάλι χωμένο στο λαιμό της και με ενα κλάμα βουβό που τράνταζε ολόκληρο το κορμί του, από χαιρετούσε τη γυναικα που τον κράτησε στη ζωή και τον μεγάλωσε, εκείνη που στάθηκε εμπόδιο σε εκείνον και τη σφαίρα, εκείνη που του χάρισε τη ζωή για δεύτερη φορά. Τη μάνα του.

Οι υπηρέτες είχαν φτάσει σχεδόν στην πόρτα της κάμαρας του και ρωτούσαν μεταξύ τους τι συνέβει.

"Κράτα τους μακριά Σεμπάστιαν. Να μην μπει κανείς. Να μην μάθει κανείς τι έχει συμβεί", είπε σιγανα χωρίς να τον κοιτάξει.

Ο Ντάρσυ ποιό αποφασιστικός από ποτέ, με αρχηγική στάση διέταξε τον Σεμπάστιαν κι εκείνος αμέσως έφυγε να πράξει όσα του είπε.

Έπειτα κοίταξε τον αδερφό του, πεσμένος στο πάτωμα, απαρηγόρητος με την πράξη του να μην τολμά να σηκώσει το βλέμμα πάνω του.

Κοίταξε τη νεκρή Φελίσια και έπειτα εκείνον, τον Έντουαρντ. Οι αναμνήσεις ακάλεστες τρύπωσαν στο μυαλό του κι αν και δεν της ήθελε αυτή την ώρα, έκαναν κατάληψη θολώνοντας τη σκέψη του.

Σαν γεννήθηκε ο Ντάρσυ και πέθανε η μητέρα τους αυτή η γυναίκα στάθηκε μάνα και για τους δυο. Μεγαλώνοντας τους, τους μάθαινε να αγαπούν ο ενας τον άλλο και μεγάλωσαν στηρίζοντας έτσι, ο ενας τον άλλο.
Πονούσε ο Έντουαρντ όπως κι ο ίδιος. Πονούσε με το κακό που ειχε προκαλέσει μιας και η ζήλια άτιμη οπως πάντα τρύπωσε στο μυαλο του τρελαίνοντας τη λογική του. Ήθελε να τον μισήσει, το ήθελε όσο τίποτα άλλο τούτη την ώρα αλλά σταθηκε αδύνατον. Όσο τον κοιτουσε όλο και πιο πολύ πονούσε για εκείνον.

"Σήκω αδερφέ μου και βοήθα με να την ξαπλώσουμε. Κι εσύ στείλε κάποιον να καλέσει τον πατέρα", γύρισε και είπε στην Έιμι που έδειχνε σαν χαμένη με τα γεγονότα.

Σαστισμένη κοίταξε μία τον ένα και μία τον άλλο και έπειτα σηκώθηκε και έτρεξε έξω απ το δωμάτιο ψάχνοντας να βρει κάποιον απ το υπηρετικό προσωπικό. Ο Σεμπαστιάν ειχε καταφέρει να καθησυχάσει τους πάντες συγκεντρώνοντας τους στην κουζίνα.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣWhere stories live. Discover now