Τα γαλανά μάτια του,ίδια με το χρώμα του ωκεανού, έμειναν να παρατηρούν την απέραντη αφανή έρημο, έξω απ' την πόλη.
Το βλέμμα του σαν χαμένο, κοιτούσε χωρίς να βλέπει, βυθισμένος στις σκέψεις του,στο παρελθον.
Στην μόνη γυναίκα που αγάπησε με πάθος και την έχασε τόσο άδικα.
Η Αϊσέ ήταν γι' αυτόν όλος του ο κόσμος, ο σκοπός της ύπαρξης του.
Την ημέρα που του είπε το πολυπόθητο ναι στην πρόταση γάμου που της έκανε,ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του.
Μια ευτυχία που ολοκληρώθηκε με την γέννηση της κόρης τους.Δεν άντεχε να σκέφτεται αυτές τις στιγμές.
Οι αναμνήσεις πονουσαν σαν χιλιάδες μαχαίρια να του τρυπούν την καρδιά.
Είχε περάσει τόσος καιρός απ' τον θάνατο τους κι όμως το κενό στην ψυχή του δεν έλεγε να φύγει.
Ζούσε χωρίς να ζεί, χωρίς να νιώθει.
Σπίτι του τώρα πια ήταν αυτό το γραφείο.
Είχε καταφέρει να κάνει το μικρό διυλιστήριο του πατέρα του μια τεράστια εταιρία επεξεργασίας πετρελαίου.
Όχι γιατί ήταν φιλόδοξος αλλά γιατί μόνο όταν δούλευε μπορούσε να ξεχάσει για λίγο την άδεια ζωή του.Ο ήχος της πόρτας τον έκανε να γυρίσει.
Είδε τον πατέρα του που τον κοιτούσε μ' ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία και απογοήτευση.
"Πάλι εδώ κοιμήθηκες σήμερα;" τον ρώτησε με μια χροιά θλίψης στην φωνή του.Δεν περίμενε να πάρει απάντηση, άλλωστε ο γιός του ποτέ δεν μιλούσε.
Ποτέ δεν ανοιγόταν να μοιραστεί τα συναισθήματα του."Μπαράκ, έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε, πρέπει να συνέλθεις.Δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις άλλο έτσι. Βασανίζεσαι,δεν το βλέπεις;"
Η ματιά του έπεσε κενή από συναισθήματα πάνω στον πατέρα του.
Δεν τον καταλάβαινε,δεν μπορούσε να ξέρει πως νιώθει.
Του έλεγε να ξεχάσει, να ξεκινήσει να ζεί.
Για ποιά ζωή του μιλούσε;
Μα αυτός δεν ζούσε, μόνο υπήρχε."Τι θέλεις πατέρα;Έγινε τίποτα με την καινούρια συνεργασία;"
Ο πατέρας του σήκωσε τα μάτια απογοητευμένος.
Πάντα για δουλειά... μόνο για δουλειά μιλούσαν τον τελευταίο καιρό.
Δεν τον ένοιαζε για την εταιρία,ο γιός του τον ένοιαζε."Μπορείς για μια φορά στην ζωή σου να μου πεις τι νιώθεις εσύ;
Μίλησε μου,είμαι ο πατέρας σου που να πάρει" τα λόγια βγήκαν γεμάτα αγανάκτηση απ' το στόμα του."Είμαι καλά,απλώς έχω πολύ δουλειά" του είπε γυρνώντας πάλι προς το παράθυρο.
Δεν άντεχε να τον βλέπει λέγοντας του ψέμματα.Ο πατέρας του ξεφύσηξε απογοητευμένος.
Πάλι δεν είχε καταφέρει να τον κάνει να του ανοιχτεί."Πολύ καλά" είπε με απότομο ύφος και βγήκε απ' το γραφείο.
Τα βήματα του βαριά καθώς προχωρούσε στον μακρύ διάδρομο προς την έξοδο.
Έπρεπε να κάνει κάτι, κάτι δραστικό.
Κάτι που θα ξυπνούσε τον γιό του απ' τον καταστροφικό λήθαργο που είχε πέσει.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
Αιχμάλωτοι στην χρυσή γή #JAWBC18
Short Story"Αυτές εδώ τι θα τις κάνουμε;"είπε και ένιωσα την ματιά του πάνω μου. " Αυτές είναι παρθένες, πάνε στην χρυσή γή." Η Έιντζελ ποτέ δεν περίμενε ότι μετά από ένα ξέφρενο πάρτι και μια τυχαία γνωριμία θα κατέληγε στα χέρια δουλεμπόρων. "Έχουν περάσει...